Αύξηση κατά 4,6% παρουσιάζουν οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Γερμανία, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Κεντρικής Ομοσπονδιακής Στατιστικής Αρχής (DESTATIS) για το έτος 2020 σε σχέση με το 2019, φτάνοντας στα 2,4 δισ. ευρώ.
Αυτό αναφέρει ενημερωτικό έγγραφο του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας μας στο Βερολίνο, που δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική σελίδα για τις εξαγωγές του υπουργείου Εξωτερικών.
Σημειώνεται ότι από τα ελληνικά εξαγώγιμα προϊόντα κυριαρχούν τα τρόφιμα, τα οποία ωστόσο είδαν το μερίδιό τους να μειώνεται, φτάνοντας από 36,8% το 2018 σε 34,5% το 2019 και σε 33,1% το 2020, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, κορυφαία κατηγορία τροφίμων ήταν τα γαλακτοκομικά προϊόντα και κυρίως η φέτα, καθώς οι ελληνικές εξαγωγές εκτοξεύθηκαν σημειώνοντας για το 2020 αύξηση 18,8% έναντι του 2019.
Υπενθυμίζεται στο έγγραφο ότι παραδοσιακά η Γερμανία αποτελεί την πρώτη αγορά προορισμού των ελληνικών εξαγωγών της εν λόγω κατηγορίας, με μερίδιο το οποίο ανήλθε για το 2020 περίπου στο 23,4%. Η αξία των εξαγωγών φέτας, ειδικότερα, ανήλθε σε 137,11 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο 6,6% έναντι του 2019.
Παρομοίως, εντυπωσιακή ήταν και η αύξηση των ελληνικών εξαγωγών φρούτων σε ποσοστό 26,7%, φτάνοντας τα 187,1 εκατ. ευρώ. Σημειώνεται ότι η αγορά της Γερμανίας απορρόφησε το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εξαγωγών φρούτων το 2020, με μερίδιο 16,5%.
Σε υψηλή θέση και συγκεκριμένα στην 6η βρίσκονται τα παρασκευάσματα λαχανικών, καρπών και φρούτων, οι εξαγωγές των οποίων ανήλθαν σε 178,6 εκατ. ευρώ και άνοδο 11,3% έναντι του 2019. Η Γερμανία αποτέλεσε τον δεύτερο σημαντικότερο προορισμό, μετά τις ΗΠΑ, με ποσοστό 15,9%.
Πολύ μικρή μείωση, της τάξεως του 1%, κατέγραψαν οι ελληνικές εξαγωγές ποτών, φτάνοντας στα 70,8 εκατ. ευρώ. Ενίσχυση παρουσιάζουν και οι εξαγωγές ούζου σε ποσοστό 15,7%, φτάνοντας στα 24,19 εκατ. ευρώ.
Τέλος, οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου αυξήθηκαν κατά 23,4% αγγίζοντας τα 70,6 εκατ. ευρώ, με τη Γερμανία να αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για το ελληνικό ελαιόλαδο, μετά την Ιταλία, με μερίδιο 12%.