Το σχέδιο για την απελευθέρωση της χρηματοδότησης για την ανάπτυξη της Ευρώπης βρίσκεται, εδώ και χρόνια, ψηλά στην πολιτική ατζέντα. Η δημιουργία μιας ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς κεφαλαίων σε ολόκληρη την ήπειρο, δεν είναι εύκολη υπόθεση, και θα συνεχίσει να αποτελεί πρόκληση για την επόμενη ηγεσία.
Οι πολίτες σε 27 ευρωπαϊκές χώρες προσέρχονται στις κάλπες, αυτή την εβδομάδα, για να εκλέξουν νέα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο, στη συνέχεια θα προχωρήσει στον διορισμό του προέδρου του ως πρώτη ενέργεια μετά τις εκλογές, που διεξάγονται από τις 6 έως τις 9 Ιουνίου.
Το ερώτημα είναι το εξής: Θα έχει την ίδια άποψη η νέα ευρωπαϊκή ηγεσία για την ένωση κεφαλαιαγορών – και θα υπάρξει ποτέ αρκετή πολιτική βούληση για την υλοποίησή της;
Ως αποτέλεσμα, βρίσκουν καταφύγιο σε άλλες λύσεις. Για παράδειγμα, η Birkenstock, η γερμανική μάρκα υποδημάτων, αποφάσισε να αντλήσει κεφάλαια από την εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, αντί για ένα από τα χρηματιστήρια της Φρανκφούρτης, του Παρισιού ή του Άμστερνταμ.
Ενώ έχουν συμφωνηθεί πολλά ρυθμιστικά μέτρα, τα εθνικά συμφέροντα των κρατών μελών εμπόδισαν το σχέδιο CMU να προχωρήσει. Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν υποστηρίξει το εν λόγω σχέδια. Στο μεταξύ, ορισμένα έθνη είναι απρόθυμα να παραδώσουν περισσότερο έλεγχο στις Βρυξέλλες, ενώ πολλές χώρες ανησυχούν για το πρόσθετο κόστος για τις εθνικές χρηματοπιστωτικές τους βιομηχανίες.
Ως αποτέλεσμα, τα χρηματοπιστωτικά συστήματα σε όλο το μπλοκ παραμένουν κατακερματισμένα και οι νόμοι ανά χώρα εξακολουθούν να εμποδίζουν τη διασυνοριακή χρηματοδότηση. Ουσιαστικά, οι κανόνες για τις επενδύσεις και την αφερεγγυότητα πρέπει να ενοποιηθούν για να διευκολυνθούν οι διασυνοριακές επενδύσεις. Ως εκ τούτου, οι ηγέτες των εθνικών κυβερνήσεων θα πρέπει να το αποδεχτούν αυτό προκειμένου να πραγματοποιηθεί καθόλου η CMU, κάτι που θα απαιτήσει το ίδιο επίπεδο πολιτικής βούλησης που δημιούργησε την ευρωπαϊκή ενιαία αγορά το 1993.