Την εκκίνηση της διαδικασίας για τον επανακαθορισμό του κατώτατου μισθού ανακοίνωσε ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστής Χατζηδάκης μιλώντας σήμερα στη συνεδρίαση της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και της Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων με αντικείμενο την εξέταση της Πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
“Τώρα που, λόγω των εμβολιασμών, φαίνεται ένα φως στο τούνελ της κρίσης, η κυβέρνηση αποφάσισε να μη δώσει νέα παράταση, αλλά να ξεκινήσει η διαδικασία με βάση τις προβλέψεις του νόμου του 2013 που ψήφισε η ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ και διατήρησε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά την περίοδο της δικής του διακυβέρνησης. Θα γίνει όπως προβλέπεται από το νόμο διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, θα ληφθούν υπόψιν οι απόψεις της ΤτΕ και του ΚΕΠΕ καθώς και τα όσα έχουν μεσολαβήσει την τελευταία διετία. Η διαδικασία θα ξεκινήσει άμεσα και μέχρι το καλοκαίρι θα έχει ολοκληρωθεί”, ανέφερε ο υπουργός. Σημείωσε δε ότι καθώς ολοκληρώνεται ένας κύκλος με την πανδημία και ανοίγει ένας άλλος, για πιο θετικές εξελίξεις, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να κλείσει η εκκρεμότητα σε σχέση με τον κατώτατο μισθό και οι επόμενες αναπροσαρμογές να γίνουν σε πολύ πιο θετικό έδαφος για την οικονομία και τους εργαζόμενους.
Σύμφωνα με όσα δήλωσε ο κ. Χατζηδάκης, οι σχετικές διαδικασίες θα ξεκινούν πλέον κάθε άνοιξη και θα ολοκληρώνονται κάθε καλοκαίρι. Επομένως η πρώτη σχετική απόφαση θα ληφθεί το καλοκαίρι του 2021, η επόμενη το καλοκαίρι του 2022 κ.ο.κ.
Στην τοποθέτησή του σχετικά με την πρόταση Οδηγίας για τον προσδιορισμό επαρκών κατώτατων μισθών στις χώρες – μέλη της ΕΕ, ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ανέφερε ότι έχει πολλά κοινά σημεία με το σύστημα ορισμού του κατώτατου μισθού που ισχύει ήδη σήμερα στη χώρα μας. “Συνεπώς, πρόσθεσε, λίγα πράγματα θα αλλάξουν στην πράξη με την υιοθέτησή της, καθώς αυτά που λέει η Οδηγία εμείς τα κάνουμε ήδη. Όμως η φιλοδοξία μας δεν σταματά στη διασφάλιση επαρκών κατώτατων μισθών. Αυτό που επιδιώκουμε είναι να αυξάνονται οι θέσεις εργασίας στις οποίες η ίδια η αγορά δίνει αμοιβές πολύ πάνω από τον κατώτατο μισθό. Να δούμε τον κατώτατο μισθό, αλλά πρέπει πέρα από αυτό, να δούμε την πολιτική απασχόλησης που θα οδηγήσει σε νέες και καλύτερες δουλειές. Για να συμβεί αυτό απαιτούνται επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, στροφή σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας και ανάπτυξη σύγχρονων δεξιοτήτων. Ως Υπουργείο έχουμε θέσει αυτούς τους στόχους στον πυρήνα του στρατηγικού σχεδιασμού μας για τις πολιτικές απασχόλησης στην μετά covid εποχή”, υπογράμμισε ο υπουργός.
Ο κ. Χατζηδάκης διευκρίνισε ότι η πρόταση Οδηγίας δεν αποσκοπεί στην εναρμόνιση του επιπέδου των κατώτατων μισθών στην ΕΕ αλλά στη διαμόρφωση ενός πλαισίου το οποίο να διασφαλίζει την πρόσβαση των εργαζόμενων σε αξιοπρεπείς μισθούς. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, από τα 27 κράτη – μέλη της ΕΕ, τα 6 (Σκανδιναβικές χώρες, Αυστρία, Ιταλία και Κύπρος) δεν έχουν κατώτατο μισθό και από τα υπόλοιπα 21, οι 10 έχουν υψηλότερο κατώτατο μισθό από την Ελλάδα και άλλες 10 χαμηλότερο.
- Την διασύνδεση του ύψους του κατώτατου μισθού με μια σειρά κριτηρίων όπως ανάπτυξη, παραγωγικότητα, τιμές, ανταγωνιστικότητα, απασχόληση, ανεργία, εισοδήματα, μισθοί.
- Την απαίτηση για τακτική επικαιροποίηση του κατώτατου μισθού η οποία στη χώρα μας υπό κανονικές συνθήκες γίνεται σε ετήσια βάση.
- Την πρόβλεψη για ευρεία δομημένη διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης.
Νέο στοιχείο αποτελεί η υποχρέωση συλλογής και αποστολής δεδομένων για τον κατώτατο μισθό στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στον τομέα αυτό όπως τόνισε ο υπουργός η χώρα μας με το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ βρίσκεται πολύ πιο μπροστά από την πλειοψηφία των εταίρων και μπορεί να καλύψει τις απαιτήσεις της πρότασης.
Ο κ. Χατζηδάκης σημείωσε ακόμη ότι η Ελλάδα από την πρώτη στιγμή χαιρέτισε τους σκοπούς της Οδηγίας. “Η κυβέρνηση και το Υπουργείο αναγνωρίζουν απόλυτα το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο κατώτατος μισθός στην προστασία του βιοτικού επιπέδου των ευάλωτων εργαζομένων, χωρίς να αγνοείται βέβαια ο αντίκτυπός του στην ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη”, τόνισε.