Την έναρξη του καθοδικού κύκλου των επιτοκίων ετοιμάζεται να κηρύξει η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), δίνοντας έτσι, το «πράσινο φως» στις τράπεζες να μειώσουν το κόστος εξυπηρέτησης και δανεισμού προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις που την τελευταία διετία αυξήθηκε σημαντικά.
Ειδικότερα, όπως εκτιμούν πηγές της αγοράς, «αποκρυπτογραφώντας» τις διάφορες δηλώσεις αξιωματούχων της ΕΚΤ (με πλέον πρόσφατη αυτή του Φίλιπ Λέιν, ο οποίος τόνισε στους Financial Times πως «εάν δεν υπάρξουν μεγάλες εκπλήξεις, αυτή τη στιγμή βλέπουμε αρκετά για να καταργήσουμε το ανώτατο επίπεδο περιορισμού»), στη συνεδρίαση της 6ης Ιουνίου αναμένεται να ανακοινωθεί η πρώτη μείωση των επιτοκίων – πιθανότατα κατά 25 μονάδες βάσης – ανοίγοντας τον δρόμο για περαιτέρω κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση εντός του 2024.
Υπενθυμίζεται ότι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας, θεωρεί ως πιο πιθανό σενάριο τις τρεις μειώσεις επιτοκίων για εφέτος, με την αγορά, ωστόσο, να προεξοφλεί πως αυτές δεν θα είναι επιθετικές. Την ίδια άποψη φαίνεται πως ενστερνίζονται και οι διοικήσεις των τραπεζών, έχοντας «δομήσει» ανάλογα τα business plans τους. Ενδεικτικά, η Eurobank εκτιμά πως το μέσο επιτόκιο της ΕΚΤ θα διαμορφωθεί εφέτος στο 3,69% (από 4% σήμερα), ενώ η Τράπεζα Πειραιώς «βλέπει» πως αυτό θα μειωθεί στο 3,75% μέχρι τέλος της χρονιάς. Όπως και να έχει, οι τράπεζες έχουν ήδη λάβει τα μέτρα τους για να αντιμετωπίσουν τις όποιες μειώσεις εντέλει προκύψουν, είτε μέσω hedging είτε διαφοροποιώντας τις πηγές εσόδων τους, γεγονός που τις επιτρέπει να διατηρήσουν υψηλά την κερδοφορία τους, «ξεκλειδώνοντας» τη διανομή μερισμάτων προς τους μετόχους τους.
Η αποκλιμάκωση των επιτοκίων, αρχής γενομένης από τον Ιούνιο, θα έχει επίδραση και στους δανειολήπτες – υφιστάμενους ή νέους. Με εξαίρεση 422.000 δανειακές συμβάσεις, συνολικού ύψους 18 δισ. ευρώ, οι οποίες έτσι κι αλλιώς προστατεύονται έως τον Απρίλιο του 2025 από το «πάγωμα» των επιτοκίων (στα επίπεδα του 2,70% για όσα δάνεια συνδέονται με Euribor 1 μήνα και του 2,85% για Euribor 3 μηνών), οι νέες χορηγήσεις θα γίνουν στη βάση πιο χαμηλών επιτοκίων. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την ΤτΕ, το μεσοσταθμικό επιτόκιο των στεγαστικών δανείων διαμορφώθηκε το 2023 σε 4,1%, ήτοι κατά 96 μονάδες βάσης υψηλότερο έναντι της μέσης τιμής του 2022, οπότε και ξεκίνησε ο ανοδικός κύκλος από πλευράς της ΕΚΤ (σ.σ. οι αυξήσεις των επιτοκίων σωρευτικά από τον Ιούνιο του 2022 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2023 ανήλθαν σε 450 μονάδες βάσης). Μολονότι η πλειονότητα των δανειοληπτών επιλέγει σήμερα προιόντα σταθερού επιτοκίου, όσοι θα επιλέξουν κυμαινόμενου τύπου, λαμβάνοντας υπόψη τη σταδιακή αποκλιμάκωση του Euribor τους επόμενους μήνες, θα ευνοηθούν αναλόγως.
Εξίσου ωφελημένοι θα είναι και οι δανειολήπτες επιχειρηματικών δανείων, βλέποντας τη δόση του δανείου τους να αποκλιμακώνεται σταθερά τους επόμενους μήνες. Το μεσοσταθμικό επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 5,8% το 2023 έναντι μέσης τιμής 3,5% το 2022. Αναλυτικότερα, στα δάνεια με καθορισμένη διάρκεια (τακτή λήξη) το μεσοσταθμικό επιτόκιο αυξήθηκε από 1,5 έως 2,5 ποσοστιαίες μονάδες σε όλες σχεδόν τις επιμέρους κατηγορίες και διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 5,8%, έναντι μέσης τιμής 3,4% το 2022. Στο ίδιο επίπεδο (5,8%) αυξήθηκε και το μεσοσταθμικό επιτόκιο στα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (που αντιπροσώπευαν το 28% της ακαθάριστης ροής επιχειρηματικών δανείων με τακτή λήξη το 2023), κατά 2,1 ποσοστιαία μονάδα υψηλότερα της μέσης τιμής του 2022. Όσο για τα δάνεια μη καθορισμένης διάρκειας, το μεσοσταθμικό επιτόκιο αυξήθηκε κατά 2,3 μονάδες σε 6,5% (αλληλόχρεοι λογαριασμοί: 6,4%, υπεραναλήψεις από λογαριασμούς όψεως: 7,1%).
Το αυξημένο κόστος ήταν και ο λόγος, άλλωστε, που πολλές επιχειρήσεις προχώρησαν σε πρόωρες αποπληρωμές, «χτυπώντας» τα νούμερα της πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών.