Η αγορά ενός σπιτιού ή ενός ακινήτου αποτελεί τελικά καλή επενδυτική επιλογή;
Για πολλούς, η απάντηση είναι αναφανδόν θετική. Για κάποιους άλλους, όμως, η απάντηση είναι μάλλον αρνητική, καθώς -όπως φαίνεται- υπάρχουν πολλοί παράγοντες, οι οποίες καθορίζουν τη διάθεση των καταναλωτών απέναντι στις επενδύσεις σε real estate.
Αυτήν την στιγμή, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η αντίληψη της αγοράς κατοικίας ως μια επενδυτική επιλογή διαφέρει σημαντικά, ανάλογα με τα δημογραφικά και οικονομικά χαρακτηριστικά του κάθε νοικοκυριού.
Κατά μέσο όρο, οι μεγαλύτερης ηλικίας και οι άνδρες καταναλωτές φαίνεται ότι έχουν μεγαλύτερη προθυμία να επενδύσουν σε σπίτια σε σχέση με τους νεότερης ηλικίας και τις γυναίκες.
Ταυτόχρονα, το ίδιο ισχύει και για όσους ήδη διαμένουν σε ιδιόκτητη κατοικία (ιδίως όσοι έχουν στεγαστικό δάνειο), αλλά και για όσους χαρακτηρίζονται ως οικονομικά καταρτισμένοι. Σ’ αντίθεση με όσους δεν κατοικούν σε ιδιόκτητο σπίτι, δεν έχουν στεγαστικό δάνειο και δεν θεωρούν εαυτόν οικονομικά «μορφωμένο».
Ενώ όλα τα παραπάνω γνωρίσματα μπορούν πράγματι να επηρεάσουν την αντίληψη της κατοικίας ως επενδυτική επιλογή, αποκλίσεις παρατηρούνται και με βάση τα οικονομικά χαρακτηριστικά του κάθε νοικοκυριού.
Ενδεικτικά, τα επιμέρους στοιχεία με βάση το διαθέσιμο εισόδημα, τη μορφή εργασίας, τη διαθεσιμότητα επαρκούς ρευστότητας, την οικονομική κατάσταση κ.α., καταδεικνύουν ότι τα οικονομικά ισχυρότερα νοικοκυριά είναι πιο πιθανό να θεωρήσουν τον κλάδο των κατοικιών ως καλή επενδυτική επιλογή.
Αυτό σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα νοικοκυριά είτε είναι πιο ικανά είτε έχουν περισσότερη θέληση να ρισκάρουν για μια τόσο μεγάλη -μη ρευστοποιήσιμη- επένδυση, όπως η κατοικία.
Οι προσδοκίες των νοικοκυριών, παράλληλα, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σ’ όλη αυτήν τη συζήτηση. Δηλαδή το τι περιμένουν να συμβεί τους επόμενους μήνες ή τα επόμενα χρόνια.
Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι επενδύσεις στον κλάδο της κατοικίας σχετίζονται άρρηκτα με μακροπρόθεσμες αποφάσεις, οι οποίες αφορούν τις δαπάνες και τον δανεισμό του νοικοκυριού.
Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, η ελκυστικότητα μιας επένδυσης στην κατοικία καθορίζεται από παράγοντες, όπως η προσδοκία για την εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος, τον πληθωρισμό, την οικονομική ανάπτυξη, τις τιμές των κατοικιών και τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων. Κι όλα αυτά σε βάθος 12 μηνών.
Τα μοντέλα της ΕΚΤ καταδεικνύουν ότι όσο μεγαλύτερη είναι η προσδοκία για την οικονομική ανάπτυξη, το διαθέσιμο εισόδημα και τις τιμές κατοικιών, τόσο υψηλότερη είναι η πρόσληψη των κατοικιών ως καλή επένδυση.
Αντίθετα, η άνοδος του πληθωρισμού και η αύξηση των επιτοκίων φαίνεται ότι συνεπάγονται μια αποκλιμάκωση της αντίληψης των σπιτιών ως συνετής επενδυτικής επιλογής. Αυτό, φυσικά, εξηγείται από τις αρνητικές επιπτώσεις του πληθωρισμού στο πραγματικό εισόδημα και στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Όλα αυτά, όπως είναι εύλογο, αποτυπώνονται και στη σημερινή εποχή, καθώς η προσδοκία των νοικοκυριών για υψηλότερα στεγαστικά επιτόκια, μεγαλύτερο πληθωρισμό και χαμηλότερη ανάπτυξη επιβαρύνουν την αντίληψη της κατοικίας ως καλής επένδυσης. Κι αυτό συμβαίνει σταθερά από τα μέσα του 2021 και μετέπειτα.
Με βάση την εξέλιξη των σχετικών τάσεων, μετά την κορύφωση που συνέβη το 2021, ακολούθησε μια έντονη πτωτική τάση το 2022. Από τα τέλη του 2022, βέβαια, παρατηρείται μια σταθεροποίηση της κατάστασης, η οποία σε κάθε περίπτωση εξακολουθεί να απέχει παρασάγγας από τα πρόσφατα υψηλά.
Αποτέλεσμα είναι, ακόμη και σήμερα, οι προσδοκίες για υψηλά επιτόκια στα στεγαστικά δάνεια να συνεπάγονται τη σημαντική μείωση της ελκυστικότητας μιας επένδυσης στις κατοικίες, κάτι που αντανακλά τις σφιχτές νομισματικές συνθήκες και την υποτονική ανάπτυξη των οικονομιών.