Τα άτομα με κατάθλιψη αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Ωστόσο, περισσότερες γυναίκες εμφανίζουν καρδιαγγειακά προβλήματα σε σχέση με τους άνδρες, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας «JACC: Asia».
Βιολογικοί παράγοντες όπως η γενετική και το ορμονικό προφίλ ενδέχεται επίσης να αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου των γυναικών
Η μελέτη διερευνά τη σχέση μεταξύ κατάθλιψης και καρδιαγγειακής νόσου, ρίχνοντας φως στους πιθανούς μηχανισμούς που συμβάλλουν στις διαφορές με βάση το φύλο και υπογραμμίζει τη σημασία της προσαρμογής των στρατηγικών πρόληψης και διαχείρισης της καρδιαγγειακής νόσου ανάλογα με τους παράγοντες που σχετίζονται με το φύλο.
Η κατάθλιψη αποτελεί την τρίτη κύρια αιτία νοσηρότητας παγκοσμίως. Προηγούμενες έρευνες δείχνουν ότι σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβάντων, συμπεριλαμβανομένου του εμφράγματος του μυοκαρδίου, της στηθάγχης, του εγκεφαλικού επεισοδίου και της θνησιμότητας.
Η μελέτη
Στη μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 4,1 εκατομμύρια άτομα ηλικίας 36-52 ετών, συνέλεξε τον δείκτη μάζας σώματος, την αρτηριακή πίεση και τις εργαστηριακές τιμές νηστείας κατά τον αρχικό έλεγχο υγείας τους.
Όπως προέκυψε, η αναλογία κινδύνου της κατάθλιψης για καρδιαγγειακά νοσήματα ήταν 1,39 για τους άνδρες και 1,64 για τις γυναίκες σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες χωρίς κατάθλιψη.
Σχετικά με τους πιθανούς μηχανισμούς που μπορεί να συμβάλλουν σε αυτό, οι συγγραφείς της μελέτης επισημαίνουν ότι μια εξήγηση είναι ότι οι γυναίκες μπορεί να βιώνουν πιο σοβαρά και επίμονα συμπτώματα κατάθλιψης σε σύγκριση με τους άνδρες και μπορεί να έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη κατά τη διάρκεια κρίσιμων περιόδων ορμονικών αλλαγών, όπως η εγκυμοσύνη ή η εμμηνόπαυση.
Άλλοι μηχανισμοί περιλαμβάνουν τη μεγαλύτερη ευαισθησία των γυναικών σε παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου, όταν βρίσκονται σε κατάθλιψη, όπως η υπέρταση, ο διαβήτης και η παχυσαρκία, οι οποίοι μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Οι διαφορές στη χρήση της υγειονομικής περίθαλψης και της θεραπείας μεταξύ ανδρών και γυναικών και οι διαφορές συγκεκριμένου φύλου σε βιολογικούς παράγοντες, όπως η γενετική και το ορμονικό προφίλ, ενδέχεται επίσης να αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου των γυναικών.