Ο πληθωρισμός, αναμφίβολα, αποτελεί αυτή τη στιγμή ένα από τα βασικά προβλήματα της οικονομίας. Όλα γίνονται ακριβότερα και η αγοραστική μας δύναμη καθίσταται ολοένα και ασθενέστερη. Και το χειρότερο όλων είναι ότι τα τρόφιμα μόλις τώρα άρχισαν να «καβαλούν» το κύμα των ανατιμήσεων.
Στις ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, ο δείκτης τιμών καταναλωτή στον κλάδο των τροφίμων εκτοξεύθηκε κατά 8,8%, ενώ στην Ευρωζώνη ο αντίστοιχος δείκτης έφθασε στο 7,5%, το υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών. Στην Ελλάδα ο σχετικός δείκτης εκτινάχθηκε στο 12,1%.
Αυτό δε, που προβληματίζει οικονομολόγους και αναλυτές είναι το γεγονός ότι τα στοιχεία του Μαΐου, τα οποία ανακοινώθηκαν πριν λίγες ημέρες, δεν λαμβάνουν υπόψη το αυξανόμενο κόστος παραγωγής των αγροτών.
Σ’ αυτό το σημείο, όπως εύστοχα υπενθυμίζει το zerohedge, αξίζει να σημειωθεί ότι οι αγρότες πληρώνουν τα έξοδά τους προκαταβολικά και αποζημιώνονται ορισμένους μήνες αργότερα, όταν πουλήσουν τα προϊόντα τους. Επομένως, όλες οι λειτουργικές δαπάνες έχουν μια μικρή χρονική… καθυστέρηση, καθώς ενσωματώνουν τις τιμές που υπήρχαν όταν ξεκίνησε η παραγωγή και όχι όταν διατέθηκε η σοδειά.
Αυτή η υστέρηση σίγουρα εξαρτάται από πολλές παραμέτρους, αλλά σίγουρα όλα τα στοιχεία προμηνύουν ένα «τσουνάμι» στις τιμές τροφίμων σε βάθος 12 έως 18 μηνών. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε τα καύσιμα και τα λιπάσματα, οι τιμές των οποίων έχουν βρεθεί στα «ύψη», αποτελώντας τα δύο μεγαλύτερα εισαγόμενα έξοδα για τους αγρότες, υπερβαίνοντας το 50% των συνολικών δαπανών.
Η τιμή των λιπασμάτων έχει -στην καλύτερη περίπτωση- τριπλασιαστεί, ενώ για ορισμένα προϊόντα έχει τετραπλασιαστεί.
Την ίδια στιγμή, η Νέα Ζηλανδία σπεύδει να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τους παραγωγούς, φορολογώντας τις εκπομπές μεθανίων από τα βοοειδή. Δηλαδή τα… «τοξικά αέρια» που απελευθερώνουν οι αγελάδες.
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρέπει να μειώσουμε τις ποσότητες μεθανίου στην ατμόσφαιρα, και ένα αποτελεσματικό σύστημα τιμολόγησης των εκπομπών για τον αγροτικό κλάδο θα διαδραματίσει καίριο ρόλο σ’ αυτό» δήλωσε προσφάτως ο υπουργός Περιβάλλοντος, James Shaw.
Όμως, ανεξαρτήτως των προθέσεων της κυβέρνησης, πρόκειται για ακόμη έναν φόρο, ο οποίος αφορά τον πιο παραγωγικό κλάδο της οικονομίας.
Όταν η χώρα της Ωκεανίας σταματήσει να εξαγάγει τους απαιτούμενους όγκους τροφίμων, αυτό γρήγορα θα «μεταφραστεί» σ’ ένα αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα, σ’ ένα πιο αδύναμο νόμισμα και σε μια έκρηξη τιμών σε οτιδήποτε δεν παράγεται στο εσωτερικό της χώρας. Κάτι που περιλαμβάνει τον άνθρακα, το πετρέλαιο (όλοι οι αγρότες το χρησιμοποιούν) και τα λιπάσματα (επίσης όλοι οι αγρότες τα χρησιμοποιούν).
Έτσι, μέσα σ’ ένα μικρό χρονικό διάστημα, η Νέα Ζηλανδία θα καταστεί λιγότερο ανταγωνιστική στην παγκόσμια αγορά. Κι αυτό είναι κάτι που πρόκειται να συμβεί. Όχι ένα υποθετικό σενάριο.
Όταν το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) αναφέρθηκε στην ανάγκη κατανάλωσης… εντόμων, δεν το έκανε για να προωθήσει ένα νέο προϊόν. Το έκανε επειδή δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές. Η κατάρρευση της προσφοράς, όπως αποτυπώθηκε και στην περίπτωση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, οδηγεί σε υψηλότερα κόστη και επομένως, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να αγοράσουν τα αναγκαία τρόφιμα.
Το ίδιο συμβαίνει και με την ενέργεια, με το Ηνωμένο Βασίλειο να επιβάλει φόρο 25% στα «απροσδόκητα κέρδη» των ενεργειακών εταιρειών, εν μέσω της χειρότερης ενεργειακής κρίσης των τελευταίων 10ετιών.