Σε αυξήσεις τουλάχιστον κατά 50 μονάδες βάσης στα δάνεια σταθερού επιτοκίου πρόκειται να προχωρήσουν οι τράπεζες, που θα γίνουν σε πρώτη φάση πιο αισθητές στη στεγαστική και καταναλωτική πίστη.
Ο πρώτος κύκλος, ο οποίος αναμένεται ακόμα και μέσα στον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, θα ξεκινήσει από δύο συστημικές τράπεζες. Στη συνέχεια, και κυρίως προς τα τέλη του έτους με αρχές του 2023, η άνοδος των επιτοκίων στα δάνεια θα γενικευτεί. Μικρότερη αναμένεται η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις, ενώ οι καταθέτες θα πρέπει να περιμένουν αρκετούς μήνες ακόμη μέχρι να δουν ουσιαστική άνοδο στα επιτόκια, καθώς θα πρέπει πρώτα να απορροφηθεί η τεράστια ρευστότητα, αναφέρει το capital.gr.
Στεγαστικά δάνεια
Η αλλαγή αυτή επιφέρει επανατιμολόγηση των νέων στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, καθώς οι τράπεζες προσπαθούν να διατηρήσουν στην παλέτα των προϊόντων τους εναλλακτικές και ελκυστικές λύσεις στη στεγαστική πίστη. Εξάλλου, οι τράπεζες εκτιμούν ότι ο στόχος για το 2022 για εκταμιεύσεις 1,2 δισ. ευρώ μπορεί να επιτευχθεί, καθώς για πολλούς πελάτες τους με διαθέσιμες καταθέσεις η αγορά ακινήτου αποτελεί προστασία από τον πληθωρισμό. Αυτό θα συνεχιστεί και το 2023, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη.
Προς την κατεύθυνση αυτή, αναμένεται αρχικά μείωση του περιθωρίου στα κυμαινόμενα επιτόκια των στεγαστικών δανείων, ώστε το συνολικό κόστος για τον δανειολήπτη να συγκρατηθεί. Βάσει των έως τώρα σχεδιασμών, στόχος των τραπεζών είναι να διατηρηθεί μια απόσταση μεταξύ τελικού κυμαινόμενου επιτοκίου και σταθερού γύρω στις 2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, εάν το τελικό κυμαινόμενο επιτόκιο (euribor + περιθώριο) φτάσει στα μέσα του 2023 γύρω στο 4%-4,5%, τότε το μέσο σταθερό στα στεγαστικά θα κυμαίνεται μεταξύ 6,5% και 7%.
Η τελική τιμολόγηση εξαρτάται από τα επιτοκιακά περιθώρια που επίσης επανυπολογίζουν οι τράπεζες, ύστερα από την ώθηση που τους δίνει η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Σε αυτό υπολογίζουν και τη φθηνή, με σχεδόν μηδενικά επιτόκια, υπερβάλλουσα ρευστότητα από καταθέσεις και μέτρα στήριξης της ΕΚΤ, που συνολικά στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα υπολογίζεται στα 200 δισ. ευρώ. Συνεπώς, τα κέρδη από το θετικό πλέον επιτόκιο κατάθεσης της ρευστότητας στην ΕΚΤ, οι μηδενικές ανάγκες για δανεισμό βραχυπρόθεσμης ρευστότητας από τη διατραπεζική και τα μηδενικά επιτόκια των καταθέσεων προσφέρουν επιπλέον επιτοκιακά έσοδα 800 εκατ. ευρώ έως 1,2 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2023, ανάλογα με το πού θα φτάσει το επιτόκιο της ΕΚΤ (1,5% ή λίγο πάνω από 2%). Συνεπώς, διαχειρίζονται τα επιπλέον έσοδα κόβοντας τα περιθώρια από κάποια δάνεια και ανεβάζοντας τα spread σε άλλα.
Επιχειρηματική πίστη
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται τα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων, όπου η μεγάλη ζήτηση και ο αυξημένος ανταγωνισμός, λόγω μικρού αριθμού επιλέξιμων επιχειρηματικών και επενδυτικών πλάνων (αλλά με μεγάλες χρηματοδοτικές ανάγκες), συγκρατούν τις μεγάλες αυξήσεις στα επιτόκια. Δρομολογημένα επενδυτικά πλάνα, πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, Ταμείο Ανάκαμψης και έκτακτες ανάγκες για κεφάλαια κίνησης και αναχρηματοδοτήσεις, λόγω αύξησης των τιμών ενέργειας και του κόστους, γενικότερα, σε συνδυασμό με τη δυσκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση μέσω μετοχών και ομολόγων, έχουν αυξήσει τη συνολική ζήτηση για τραπεζικά δάνεια στα 20 δισ. ευρώ το 2022. Μέχρι σήμερα έχουν ήδη εκταμιευτεί πάνω από τα μισά και προβλέπεται ότι θα υπάρξει "ανεκτέλεστο υπόλοιπο" που θα περάσει το 2023. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν αυξήσεις, αλλά θα είναι πιο συγκρατημένες σε σχέση με την ΕΚΤ και την άνοδο του euribor. Μεγαλύτερη θα είναι η άνοδος στα επιτόκια για γραμμές πίστωσης ειδικά προς μικρότερες επιχειρήσεις.
Στην καταναλωτική πίστη, λόγω του πιο βραχυπρόθεσμου ορίζοντα σε σχέση με τα στεγαστικά, τα δάνεια σταθερού επιτοκίου θα αυξηθούν, αλλά λιγότερο σε σύγκριση με την αντίστοιχη άνοδο της στεγαστικής πίστης. Παρά τον υψηλότερο κίνδυνο που έχουν τα καταναλωτικά, τα ποσά είναι μικρότερα, τα δάνεια πιο βραχυπρόθεσμα και ήδη χορηγούνται με υψηλό περιθώριο. Αντίθετα, μεγαλύτερη αναμένεται η άνοδος στα καταναλωτικά με κυμαινόμενο επιτόκιο και στις ανοιχτές πιστώσεις, όπως στις πιστωτικές κάρτες, τις υπεραναλήψεις, τα ανοιχτά δάνεια, ακόμα και στις γραμμές πίστωσης προς μικρές επιχειρήσεις.
Στα υφιστάμενα δάνεια όλων των κατηγοριών με κυμαινόμενο επιτόκιο οι αυξήσεις του euribor θα περνούν κατευθείαν στον δανειολήπτη, κάτι που έχει ήδη συμβεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι τράπεζες εξετάζουν τη δημιουργία ειδικών διευκολύνσεων και αναχρηματοδοτήσεων σε συνεπείς πελάτες, όπου η αύξηση της δόσης είναι τόσο μεγάλη που προκαλείται κίνδυνος εξυπηρέτησης σε σχέση με τα εισοδήματα.
Τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα
Αλλαγές προετοιμάζονται και στα επενδυτικά και ασφαλιστικά προϊόντα, σε συνεργασία με τις συνεργαζόμενες ασφαλιστικές εταιρείες και τα αμοιβαία κεφάλαια. Μέχρι σήμερα τα προϊόντα και οι εναλλακτικές είχαν δημιουργηθεί με στόχο να δίνουν αποδόσεις σε περιβάλλον μηδενικών και αρνητικών επιτοκίων με χαμηλό πληθωρισμό. Η εκτίναξη του πληθωρισμού και η άνοδος των επιτοκίων άλλαξαν τις συνθήκες στις αγορές και ταυτόχρονα τις ανάγκες των επενδυτών.
Για τους υπολογισμούς, οι τράπεζες λαμβάνουν ως σημείο αναφοράς τα βασικά και δυσμενή σενάρια της ΕΚΤ για βασικά μεγέθη που επηρεάζουν τα κόστη τους και τους κινδύνους. Αυτό σημαίνει ότι, εάν υπάρξει, για παράδειγμα, μεγάλη αναθεώρηση των προβλέψεων και των κινήσεων της ΕΚΤ, θα χρειαστεί οι τράπεζες να ξαναγράψουν τα προϊόντα, τα τιμολόγια και τις προβλέψεις τους. Έτσι, και οι ίδιες δημιουργούν έτοιμα σενάρια.
Σε αυτή τη φάση, οι υπολογισμοί γίνονται με την υπόθεση ότι ο πληθωρισμός θα κινηθεί ανοδικά μέχρι το τέλος του έτους και θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα το 2023. Η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα παραμείνει θετική, αλλά θα επηρεαστεί από τη μηδενική ανάπτυξη ή ύφεση στην Ευρωζώνη και τον στασιμοπληθωρισμό. Εκτιμούν περαιτέρω υποχώρηση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου, κάτι που θα επιτείνει τις πληθωριστικές πιέσεις και θα επιδεινώσει το διαθέσιμο εισόδημα. Ακόμα, περιμένουν μικρότερη από την προβλεπόμενη βελτίωση της αγοράς εργασίας και αύξηση του μισθολογικού κόστους. Για τις τιμές ενέργειας και εμπορευμάτων, το βασικό σενάριο προβλέπει σταθεροποίηση, ειδικά για το πετρέλαιο, ίσως και μικρή αποκλιμάκωση από το 2023 και μετά.