Σε «τέστ αντοχής» (stress tests) και επιτόπιους ελέγχους από κλιμάκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα υποβληθούν το 2026 οι τράπεζες.
Όπως ανακοίνωσε χθες η ΕΚΤ, το 2025 θα εξετάσει τις αντοχές σε ακραίες συνθήκες των 51 μεγαλύτερων πιστωτικών ιδρυμάτων, οι οποίες βρίσκονται υπό την εποπτεία της (μέσω του Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας, Single Supervisory Mechanism SSM). Παράλληλα στα ίδια τεστ θα υποβληθούν, από την ΕΚΤ, και 45 μικρότερες τράπεζες, προκειμένου να ελεγχθούν οι κεφαλαιακές τους αντοχές.
Τα αποτελέσματα των τεστ αντοχής θα δημοσιευθούν στις αρχές Αυγούστου 2025. Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (European Banking Authority) θα δημοσιεύσει αναλυτικά αποτελέσματα για τις 64 τράπεζες που συμμετέχουν στην άσκηση σε επίπεδο ΕΕ.
Το δυσμενές σενάριο των φετινών τεστ βασίζεται σε μια υποθετική σοβαρή κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων, συνοδευόμενη από όλο και πιο εσωστρεφείς εμπορικές πολιτικές σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες προκαλούν αύξηση των τιμών της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων, διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού και δυσμενείς επιπτώσεις στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις σε συνδυασμό με παγκόσμια οικονομική συρρίκνωση. Πιο συγκεκριμένα, η επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών συνδέεται με μια διαρκή μείωση του ΑΕΠ της ΕΕ κατά 6,3% σωρευτικά, την περίοδο 2025-2027. Στο τέλος της χρονικής περιόδου, η ανεργία στην ΕΕ προβλέπεται να ξεπεράσει κατά 6,1% το βασικό της επίπεδο. Ο πληθωρισμός, σύμφωνα με το σενάριο αυτό, εκτινάσσεται σε 5,0% και 3,5% αντίστοιχα το 2025 και το 2026, για να υποχωρήσει στο 1,9% το 2027.
Τα τέστ που θα διεξαχθούν φέτος διαφέρουν μεθοδολογικά από εκείνα που είχε πραγματοποιήσει η ΕΚΤ στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, στα προηγούμενα τέστ αντοχής, ορισμένες τράπεζες υπέβαλαν προβλέψεις που ήταν υπερβολικά αισιόδοξες, δηλαδή δεν αντικατόπτριζαν πλήρως τον αντίκτυπο του δυσμενούς σεναρίου στο stress test, δεδομένων των συγκεκριμένων προφίλ κινδύνου των εν λόγω τραπεζών. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια της άσκησης του 2025, η ΕΚΤ θα ενισχύσει τον έλεγχο των τραπεζών, των οποίων οι προβλέψεις θα θεωρηθούν υπερβολικά αισιόδοξες.
Οι τράπεζες που εμφανίζουν αυτή τη συμπεριφορά θα αντιμετωπίσουν ακόμη πιο «σκληρό έλεγχο» καθ' όλη τη διάρκεια των τεστ για τη διασφάλιση της ποιότητας, ενδεχομένως δε να δεχθούν κλιμάκια της ΕΚΤ για επιτόπιο έλεγχο.
Με βάση τα στοιχεία που θα συγκεντρωθούν κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών και το συνολικό αποτέλεσμα της διασφάλισης ποιότητας, ορισμένες τράπεζες ενδέχεται να υποβληθούν σε επιτόπιες επιθεωρήσεις μετά την ολοκλήρωση των τεστ προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, προκειμένου να εντοπιστούν διαρθρωτικές αδυναμίες στο πλαίσιο δοκιμών αντοχής και να υιοθετήσουν τις αναγκαίες βελτιώσεις. Οι τράπεζες που αποτυγχάνουν επανειλημμένα να αποκαταστήσουν ζητήματα στο πλαίσιο των δοκιμών αντοχής τους θα μπορούσαν τελικά να αντιμετωπίσουν άλλα μέτρα στο πλαίσιο μιας διαδικασίας κλιμάκωσης σε επόμενες ασκήσεις.
Όπως και τα προηγούμενα έτη, το τεστ αντοχής του 2025 δεν αποτελεί μια άσκηση «επιτυχίας ή αποτυχίας». Αντίθετα, η άσκηση παρέχει βασικά στοιχεία για τη διαδικασία αξιολόγησης κάθε τράπεζας. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι τα αποτελέσματα των stress tests (ιδίως στο κομμάτι της μείωσης των κεφαλαίων)θα χρησιμοποιηθούν ως σημείο αναφοράς για τον καθορισμό του Δεύτερου Πυλώνα (Pillar 2).
Επιπλέον, για το τεστ αντοχής του 2025, η ΕΚΤ θα διενεργήσει ανάλυση σεναρίου για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου για επιλεγμένες τράπεζες. Αυτό θα επιτρέψει στις εποπτικές αρχές να εκτιμήσουν πόσο καλά οι τράπεζες μπορούν να μοντελοποιήσουν τον κίνδυνο αυτό σε συνθήκες πίεσης της αγοράς και να αξιολογήσουν πόσο ευάλωτες είναι οι τράπεζες λόγω των διασυνδέσεων με μη τραπεζικούς χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές.