Τα κέρδη της Εθνικής Τράπεζας μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες διαμορφώθηκαν σε €198 εκατ. το Α΄ τρίμηνο, με τα οργανικά κέρδη να ενισχύονται κατά 35% σε ετήσια βάση, σε €121 εκατ., αποτυπώνοντας τις θετικές τάσεις σε όλους τους βασικούς τομείς κερδοφορίας της Τράπεζας.
Οπως αναφέρει η ΕΤΕ, η ισχυρή οργανική κερδοφορία αντικατοπτρίζει την εντυπωσιακή αύξηση των καθαρών εσόδων από προμήθειες που αντιστάθμισε την πίεση των καθαρών εσόδων από τόκους λόγω της εξυγίανσης του χαρτοφυλακίου της ΕΤΕ, καθώς και την περιστολή των λειτουργικών εξόδων και την σταδιακή αποκλιμάκωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου σε επίπεδα σύμφωνα με το στόχο που έχει θέσει η Τράπεζα. Λαμβάνοντας υπόψη τις διακοπείσες δραστηριότητες, λοιπές προβλέψεις, τα κέρδη μειοψηφίας, καθώς και μη επαναλαμβανόμενα κέρδη / (ζημίες), τα καθαρά κέρδη της περιόδου διαμορφώθηκαν σε €348 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2022.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους διαμορφώθηκαν σε €270 εκατ., μειωμένα κατά μόλις 3% σε ετήσια βάση, παρά την πώληση του χαρτοφυλακίου Frontier.
Οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις διαμορφώθηκαν σε €50 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2022, ήτοι 70μ.β. επί του μέσου όρου δανείων μετά από προβλέψεις, ενισχύοντας το δείκτη κάλυψης ΜΕΑ από σωρευμένες προβλέψεις κατά περίπου 430μ.β. σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Οπως δήλωσε ο CEO της τράπεζας, Παύλος Μυλωνάς, «ενώ η συνεχιζόμενη γεωπολιτική αβεβαιότητα αυξάνει τις πληθωριστικές πιέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, οι προοπτικές ισχυρής ανάκαμψης της χώρας εμφανίζονται συγκρατημένες μεν, αλλά ακόμη θετικές. Σε αυτό το περιβάλλον, ο ισχυρός ισολογισμός, η ενδυναμωμένη κεφαλαιακή θέση και η συνεχώς βελτιούμενη κερδοφορία της Εθνικής Τράπεζας διασφαλίζουν τη θετική προοπτική της, η οποία επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα του Α’ τριμήνου 2022.
Όσον αφορά την κερδοφορία, τα οργανικά κέρδη Ομίλου ενισχύθηκαν κατά 32% σε ετήσια βάση, σε €125 εκατ. Η επίδοση αυτή θέτει τις βάσεις προς την επίτευξη του στόχου μας για οργανική κερδοφορία ύψους €490 εκατ. το 2022, ενώ αποτυπώνει τις θετικές τάσεις σε όλους τους βασικούς τομείς κερδοφορίας της Τράπεζας.
Τα οργανικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 2% σε ετήσια βάση, ως αποτέλεσμα της ισχυρής ανάκαμψης των καθαρών εσόδων από προμήθειες (+25% ετησίως), παρά τα ελαφρώς μειωμένα καθαρά έσοδα από τόκους (-3% ετησίως) λόγω της πώλησης του χαρτοφυλακίου Frontier. Τα έσοδα από τόκους εξυπηρετούμενων δανείων ενισχύονται για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο, στηρίζοντας έτσι τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα. Τα λειτουργικά κόστη μειώθηκαν κατά 1% σε ετήσια βάση, παρά τον υψηλό πληθωρισμό και την αύξηση των αποσβέσεων λόγω των μεγάλων επενδύσεων της Τράπεζας στην τεχνολογία και κυρίως στη σταδιακή αντικατάσταση του βασικού λειτουργικού συστήματος πληροφορικής (Core Banking System).
Συνυπολογίζοντας τα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά μη επαναλαμβανόμενα έσοδα, τα κέρδη της περιόδου διαμορφώθηκαν σε €360 εκατ.
Αναφορικά με την ποιότητα του δανειακού μας χαρτοφυλακίου, τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα στην Ελλάδα συνέχισαν την καθοδική τους πορεία και διαμορφώθηκαν σε μόλις €0,4 δισ. μετά από προβλέψεις ή €2,0 δισ. προ προβλέψεων, με τον δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων να ανέρχεται σε 6,5% στην Ελλάδα, μειωμένος κατά 40μ.β. σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Παρά την περαιτέρω αποκλιμάκωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου σε περίπου 70μ.β. από 100μ.β. πέρυσι, ο δείκτης κάλυψης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων από σωρευτικές προβλέψεις αυξήθηκε σημαντικά, αγγίζοντας το 82%, ενισχυμένος κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες σε τριμηνιαία βάση. Η εξέλιξη αυτή καταδεικνύει τη συνετή πολιτική προβλέψεων που συνεχίζει να εφαρμόζει η Τράπεζα, παρόλο που οι καθαρές ροές ΜΕΑ διατηρούνται σε αρνητικά επίπεδα.
Επιπλέον, δεν υπάρχουν ενδείξεις για αύξηση των αθετήσεων πληρωμών πελατών που είχαν υπαχθεί σε Κρατικά ή Τραπεζικά προγράμματα στήριξης για την πανδημία, ούτε για αύξηση των καθυστερήσεων πληρωμών μέχρι 30 ημέρες λόγω αυξημένου πληθωρισμού.
Οι κεφαλαιακοί μας δείκτες, ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9, ενισχύθηκαν περαιτέρω, και διαμορφώθηκαν σε 15,1% και 16,2% σε επίπεδο CET1 και Συνολικού Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας αντίστοιχα, λόγω τόσο της οργανικής κερδοφορίας της Τράπεζας όσο και της ολοκλήρωσης της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής. Η οριστικοποίηση της στρατηγικής συνεργασίας για τη δραστηριότητα της αποδοχής καρτών αναμένεται να ενισχύσει περαιτέρω τους κεφαλαιακούς δείκτες κατά 65μ.β. περίπου, υπερβαίνοντας τον στόχο που έχουμε θέσει για το 2022.
Προσβλέποντας στο μέλλον, η ανάκαμψη των επενδύσεων με οδηγό τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και το δυναμικό ξεκίνημα της τουριστικής περιόδου, σε συνδυασμό με τα νέα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης, ιδίως όσον αφορά στην ελάφρυνση του ενεργειακού κόστους, θα διατηρήσουν την Ελλάδα σε τροχιά ανάκαμψης. Σε αυτό το περιβάλλον, η επιτυχημένη πορεία του μετασχηματισμού της Τράπεζας μας τοποθετεί σε θέση ισχύος στην προσπάθειά μας να στηρίξουμε και να συμβουλέψουμε τους πελάτες μας ως προς την επίτευξη των μελλοντικών τους στόχων, με την Εθνική Τράπεζα στο πλευρό τους: την Τράπεζα Πρώτης Επιλογής.»
Τα βασικά σημεία των αποτελεσμάτων έχουν ως εξής:
τα κέρδη μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες διαμορφώθηκαν σε €198 εκατ. το Α΄ τρίμηνο 2022, με τα οργανικά κέρδη να ενισχύονται κατά 35% σε ετήσια βάση, σε €121 εκατ., αποτυπώνοντας τις θετικές τάσεις σε όλους τους βασικούς τομείς κερδοφορίας της Τράπεζας.
Η ισχυρή οργανική κερδοφορία αντικατοπτρίζει την εντυπωσιακή αύξηση των καθαρών εσόδων από προμήθειες που αντιστάθμισε την πίεση των καθαρών εσόδων από τόκους λόγω της εξυγίανσης του χαρτοφυλακίου της ΕΤΕ, καθώς και την περιστολή των λειτουργικών εξόδων και την σταδιακή αποκλιμάκωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου σε επίπεδα σύμφωνα με το στόχο που έχει θέσει η Τράπεζα.
Λαμβάνοντας υπόψη τις διακοπείσες δραστηριότητες, λοιπές προβλέψεις, τα κέρδη μειοψηφίας, καθώς και μη επαναλαμβανόμενα κέρδη / (ζημίες), τα καθαρά κέρδη της περιόδου διαμορφώθηκαν σε €348 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2022.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους διαμορφώθηκαν σε €270 εκατ., μειωμένα κατά μόλις 3% σε ετήσια βάση, παρά την πώληση του χαρτοφυλακίου Frontier.
Η μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους ΜΕΑ αντισταθμίστηκε μερικώς από τα υψηλότερα καθαρά έσοδα από ομόλογα, την ανατιμολόγηση των καταθέσεων προθεσμίας (-9μ.β. ετησίως), καθώς και τη συνεχιζόμενη αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα κατά €1,5 δισ. σε ετήσια βάση, η οποία συντέλεσε στην ενίσχυση των καθαρών εσόδων από τόκους εξυπηρετούμενων δανείων κατά 5% σε ετήσια βάση.
Τα καθαρά έσοδα από προμήθειες σημείωσαν ισχυρή ανάκαμψη κατά 26% σε ετήσια βάση, υποστηριζόμενα από τις αυξανόμενες εκταμιεύσεις δανείων Λιανικής και Εταιρικής τραπεζικής, με σημαντική ενίσχυση των προμηθειών από κάρτες και υπηρεσίες διαμεσολάβησης
Τα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα διαμορφώθηκαν σε €111 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2022, επωφελούμενα από τις θέσεις της Τράπεζας σε παράγωγα προϊόντα και τα κέρδη από την καθαρή αποτίμηση του πιστωτικού κινδύνου (BCVA) λόγω της αναβάθμισης του αξιόχρεου της Ελληνικής Δημοκρατίας συνολικού ύψους €0,1 δισ., τα οποία αντισταθμίστηκαν μερικώς από τις ζημίες αποτίμησης ομολόγων (FVTOCI).
Οι λειτουργικές δαπάνες παρέμειναν αμετάβλητες σε ετήσια βάση, σε €179 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2022, αποτυπώνοντας τη συνεχιζόμενη μείωση των δαπανών προσωπικού (-2% σε ετήσια βάση), ως αποτέλεσμα του Προγράμματος Εθελουσίας Εξόδου Προσωπικού του 2021. Η περιστολή των δαπανών προσωπικού απορρόφησε τα αυξημένα γενικά και διοικητικά έξοδα (+2% σε ετήσια βάση), λόγω των εντεινόμενων πληθωριστικών πιέσεων, καθώς και την αύξηση των αποσβέσεων (+2% σε ετήσια βάση), ως αποτέλεσμα των στρατηγικών επενδύσεων της Τράπεζας στον τομέα της πληροφορικής, οι οποίες περιλαμβάνουν τη σταδιακή αντικατάσταση του βασικού λειτουργικού συστήματος πληροφορικής της Τράπεζας (Core Banking System).
Οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις διαμορφώθηκαν σε €50 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2022, ήτοι 70μ.β. επί του μέσου όρου δανείων μετά από προβλέψεις, ενισχύοντας το δείκτη κάλυψης ΜΕΑ από σωρευμένες προβλέψεις κατά περίπου 430μ.β. σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Διεθνείς δραστηριότητες
Στις διεθνείς δραστηριότητες1 , ο Όμιλος παρουσίασε κέρδη μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ύψους €10 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2022 από €5 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2021, αντανακλώντας τη σημαντική βελτίωση των οργανικών εσόδων (+9% ετησίως), τα αυξημένα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις (€9 εκατ. έναντι μηδενικών κερδών το Α’ τρίμηνο 2021) και την αποκλιμάκωση των λειτουργικών δαπανών (-10% ετησίως) που αντιστάθμισαν τις αυξημένες προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις (€5 εκατ. έναντι €1 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2021).
Ποιότητα Δανειακού Χαρτοφυλακίου
Η μείωση των ΜΕΑ διατηρήθηκε κατά το Α’ τρίμηνο 2022, με τα ΜΕΑ στην Ελλάδα να μειώνονται κατά €0,1 δισ. σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, σε €2,0 δισ., αντανακλώντας οργανικές και μη ενέργειες. Η διατήρηση της οργανικής μείωσης ΜΕΑ αντανακλά τον περιορισμένο αριθμό αθετήσεων (defaults) και εκ νέου αθετήσεων πληρωμών (redefaults), οι οποίες σημείωσαν πτώση σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, καθώς και τις αυξημένες ανακτήσεις δανείων (recoveries). Η αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (curings) σε απόλυτα νούμερα διαμορφώθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με τα προηγούμενα τρίμηνα, ως αποτέλεσμα της μειωμένης περιμέτρου ρυθμισμένων στεγαστικών δανείων μετά την ολοκλήρωση της πώλησης του χαρτοφυλακίου Frontier και της ταξινόμησης του χαρτοφυλακίου Frontier II ως περιουσιακό στοιχείο προοριζόμενο προς πώληση, καθώς και της λήξης των υπολειπόμενων ρυθμίσεων.
Την ίδια στιγμή, παρά την επικρατούσα αβεβαιότητα και τις πληθωριστικές πιέσεις, η κατάσταση πληρωμών των πελατών που είχαν υπαχθεί σε προγράμματα είτε Κρατικής είτε Τραπεζικής στήριξης για την πανδημία, τα οποία έχουν λήξει σταδιακά από τα τέλη του 2020 μέχρι και τα τέλη του 2021, παραμένει ενθαρρυντική, με τον δείκτη ΜΕΑ να κυμαίνεται μεταξύ 1% και 4% αναλόγως του προγράμματος. Επιπλέον, δεν υπάρχουν ενδείξεις για αύξηση των καθυστερήσεων πληρωμών λόγω της πρόσφατης εκτίναξης του πληθωρισμού.
Ο δείκτης ΜΕΑ στην Ελλάδα μειώθηκε κατά περίπου 40μ.β. σε τριμηνιαία βάση, σε 6,5% το Α’ τρίμηνο 2022, με το δείκτη κάλυψης ΜΕΑ από σωρευμένες προβλέψεις να ανέρχεται σε 81,8% από 77,5% το προηγούμενο τρίμηνο. Στις διεθνείς δραστηριότητες2 , ο δείκτης ΜΕΑ διαμορφώθηκε σε 9,6% το Α’ τρίμηνο 2022, με τον αντίστοιχο δείκτη κάλυψης από σωρευμένες προβλέψεις να ανέρχεται σε 75,9%.
Κεφαλαιακή Επάρκεια
Με πλήρη επίπτωση του ΔΛΠΧ9, ο δείκτης CET1 FL διαμορφώθηκε σε 15,1% 3 , ενισχυμένος κατά 20μ.β. σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, με το Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακή Επάρκειας (CAD FL) να αυξάνεται κατά 70μ.β. περίπου σε τριμηνιαία βάση, σε 16,2%3 , αποτυπώνοντας την οργανική κερδοφορία της Τράπεζας και την ολοκλήρωση της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής. Η οριστικοποίηση της στρατηγικής συνεργασίας με την EVO Payments θα ενισχύσει τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας κατά περίπου 65μ.β.
Ρευστότητα
Μετά από ένα ισχυρό Δ΄ τρίμηνο 2021 λόγω ευνοϊκής εποχικότητας, οι καταθέσεις του Ομίλου υποχώρησαν οριακά (-1% σε τριμηνιαία βάση) σε €53,1 δισ. το Α’ τρίμηνο 2022, με τις πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημα να αντισταθμίζονται από τη συσσώρευση μετρητών που παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Στην Ελλάδα, οι καταθέσεις διαμορφώθηκαν σε €51,3 δισ. (-0,3 δισ. σε τριμηνιαία βάση), με τις καταθέσεις όψεως και ταμιευτηρίου να αποτελούν πλέον το 86% περίπου των συνολικών καταθέσεων της Τράπεζας (80% το Α’ τρίμηνο 2021). Οι καταθέσεις στις διεθνείς δραστηριότητες4 επίσης υποχώρησαν κατά €0,2 δισ. σε τριμηνιαία βάση, σε €1,8 δισ.. Σε σχέση με το Α’ τρίμηνο 2021, οι καταθέσεις του Ομίλου ενισχύθηκαν κατά 9% σε ετήσια βάση, αντανακλώντας τις εισροές καταθέσεων ύψους €4,7 δισ. στην Ελλάδα.
Ο δείκτης Δανείων προς Καταθέσεις το Α’ τρίμηνο 2022 διαμορφώθηκε σε 56,2% στην Ελλάδα και σε 57,2% σε επίπεδο Ομίλου, με τους δείκτες Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) και Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (NSFR) να υπερβαίνουν κατά πολύ το ελάχιστο εποπτικό όριο.
Η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα παραμένει στα €11,6 δισ. το Α’ τρίμηνο 2022 και αντανακλά τη συμμετοχή της ΕΤΕ στο Πρόγραμμα Συναλλαγών Μακροχρόνιας Αναχρηματοδότησης (TLTRO ΙΙΙ), με το κόστος χρηματοδότησης της Τράπεζας να διατηρείται σε ελαφρώς αρνητικά επίπεδα, επικουρούμενο από τους ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης από την ΕΚΤ και την άφθονη ρευστότητα στην αγορά.