Σε περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας, ο ελληνικός τουρισμός καλείται να συνεχίσει την ανοδική πορεία του, επισημαίνει η Εθνική Τράπεζα στο νέο τεύχος «Τάσεις του Επιχειρείν» για τον τουρισμό, όπου σημειώνει ότι οι νέες διεθνείς τάσεις ζήτησης αποτελούν μοναδική ευκαιρία για τον ελληνικό τουριστικό κλάδο.
Το 2025, ο κλάδος κατέγραψε ισχυρή ανάπτυξη, με νέο ιστορικό υψηλό σε αφίξεις (36 εκ. +10% ετησίως) και εισπράξεις (€21 δις, +4% ετησίως). Παράλληλα, συνεχίζεται η τάση σταδιακής άμβλυνσης της εποχικότητας, καθώς η ισχυρότερη δυναμική και των 3 περιόδων χαμηλής ζήτησης (άνοιξη: +21%, φθινόπωρο: +9% & χειμώνας: +16%) έναντι του καλοκαιριού (+6%), οδήγησε σε μείωση του μεριδίου που καλύπτουν οι καλοκαιρινοί μήνες κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες (σε 50% από 52% το 2023).
Για το 2025, η παγκόσμια τουριστική αγορά αναμένει ανάπτυξη 3%-5%, με την Ελλάδα να δείχνει ότι μπορεί να υπερκεράσει τη γενική τάση βάσει των πρόδρομων δεικτών. Όμως, παραμένουν στοιχεία αβεβαιότητας, καθώς (ενώ η κατάσταση στη Σαντορίνη εξομαλύνεται) η πίεση σε παγκόσμιο επίπεδο παραμένει λόγω της διαταραχής των σχέσεων ΕΕ-ΗΠΑ και των επιθετικών δασμολογικών πολιτικών (με το δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης σε βασικές μας αγορές να βρίσκεται σε χαμηλό 12μήνου το 1ο δίμηνο του έτους).
Ωστόσο, πέρα από τις τρέχουσες προκλήσεις, ο ελληνικός τουρισμός προέχει να μείνει προσηλωμένος στους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς του στόχους, αξιοποιώντας τις τάσεις της διεθνούς τουριστικής αγοράς. Ειδικότερα:
- Ο παγκόσμιος τουρισμός αναμένεται να συνεχίσει τη δυναμική πορεία της τελευταίας 20ετίας, φθάνοντας τους 2,4 δις τουρίστες το 2040, (από 1,5 δις το 2024), υπό την επίδραση (i) της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού (από 8 δις σήμερα, σε 9 δις το 2040), και (ii) της μεγέθυνσης της μεσαίας τάξης (από 45% σε 60% του παγκόσμιου πληθυσμού).
- Με τη δύναμη πυρός της ζήτησης να προέρχεται κυρίως από μη-Ευρωπαίους τουρίστες, δομικές αλλαγές αναμένονται στην παγκόσμια τουριστική βιομηχανία (καθώς η πλειοψηφία των τουριστών επιλέγει «κοντινά» ταξίδια, δηλαδή εντός της ηπείρου τους).
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ευρώπη για να διατηρήσει τα μερίδιο της στην παγκόσμια αγορά της ως προορισμός τόσο «κοντινών» όσο και «μακρινών» ταξιδιών, το 2040 πρέπει να προσελκύσει επιπλέον 30% Ευρωπαίους και διπλάσιους μη-Ευρωπαίους τουρίστες (σε σχέση με σήμερα).
Στα νέα αυτά δεδομένα, η Ελλάδα έχει σημαντικό περιθώριο να αυξήσει το χαμηλό ακόμα μερίδιό της στη δυναμική αγορά των μη-Ευρωπαίων τουριστών που επισκέπτονται την Ευρώπη (2,5%, έναντι 5% στους Ευρωπαίους τουρίστες), ακολουθώντας το παράδειγμα χωρών όπως η Πορτογαλία. Η εξίσωση του μεριδίου στις δύο αγορές στα επίπεδα του 5%, σε συνδυασμό με την άνοδο στον διεθνή τουρισμό, δημιουργεί για την Ελλάδα πρόσθετη δυνητική ζήτηση σχεδόν 19 εκ. τουριστών έως το 2040. Ο ελληνικός τουρισμός δεν πρέπει να «σπαταλήσει» αυτή τη δυναμική, επιδιώκοντας απλώς την επίτευξη νέων «εύκολων» ρεκόρ αφίξεων. Η διεθνής συγκυρία προσφέρει μία μοναδική ευκαιρία να αναβαθμιστεί το τουριστικό μας μοντέλο, καθώς:
- Το ½ της νέας δυνητικής ζήτησης είναι μη-Ευρωπαίοι (σε σχέση με 8% στο σημερινό τουριστικό μας μείγμα), οι οποίοι έχουν και χαμηλότερη εποχικότητα και υψηλότερη μέση δαπάνη (1,8 φορές υψηλότερη έναντι αεροπορικών αφίξεων από Ευρωπαίους και 2,3 φορές έναντι οδικών αφίξεων).
- Οι προγραμματισμένες επενδύσεις της χώρας σε αεροπορικές υποδομές είναι υψηλές, εστιάζοντας σε απευθείας συνδέσεις με μακρινές χώρες (π.χ. Ελευθέριος Βενιζέλος, και Καστέλι).
- Συνθήκες ανακατανομής τουριστικών ροών δημιουργούνται στην περιοχή μας, με νέους αναδυόμενους προορισμούς να ελκύουν μέρος της περιφερειακής ζήτησης της Μεσογείου (π.χ. αφίξεις στην Αλβανία: +82% το 2024 έναντι 2019), και πρωτίστως τις χαμηλότερες εισοδηματικά τουριστικές ροές.
Με όχημα τα νέα ζητούμενα των «μακρινών προελεύσεων», το τουριστικό μας προϊόν έχει τη δυνατότητα να αναβαθμιστεί, προσελκύοντας ποιοτικότερες ροές από όλους τους προορισμούς, Ευρωπαϊκούς και μη, τονίζει η ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας. Με κατάλληλη επαναστόχευση της εθνικής στρατηγικής, η προοπτική αυτή είναι εφικτή με σημαντικά οφέλη, κυρίως σε επίπεδο επίλυσης διαρθρωτικών προβλημάτων:
- H εποχικότητα σταδιακά θα απομακρυνθεί από το μοντέλο ήλιος-θάλασσα, προσεγγίζοντας την εποχικότητα των ευρωπαϊκών μεσογειακών χωρών, ως αντιπροσωπευτική ισορροπία δεδομένου του κλίματος της περιοχής (με Ιούλιο-Αύγουστο στο 27% του έτους, από 37% σήμερα). Σε αυτές τις συνθήκες, το σύνολο της νέας δυνητικής ζήτησης θα είναι δυνατόν να απορροφηθεί χωρίς επιπλέον επιβάρυνση σε μήνες με «τοπικό συνωστισμό» (όπως ο Αύγουστος).
- Η μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση θα αυξηθεί κατά 15% (σε πραγματικούς όρους), με αποτέλεσμα οι εισπράξεις να αυξηθούν μέχρι το 2040 κατά €14 δις (σε €34 δις, από €20 δις το 2024).
Η υλοποίηση της άνω δυναμικής θα απαιτήσει αναβάθμιση του συνόλου υποδομών φιλοξενίας (όπως θαλάσσιες και οδικές μεταφορές, και διαχείριση ενέργειας, υδάτων και απορριμμάτων) ώστε να ακολουθήσουν τη μεγέθυνση των υποδομών υποδοχής (κυρίως των αεροδρομίων) – κάτι που πρακτικά θα απαιτήσει στήριξη και κατεύθυνση των τοπικών φορέων διοίκησης.