Σε ανάλυση των μεγεθών της ανεργίας στην Ελλάδα προχωρά η Eurobank στο εβδομαδιαίο της δελτίο.
Σημειώνεται ότι βάσει της μηνιαίας έρευνας εργατικού δυναμικού της ελληνικής στατιστικής αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε αμετάβλητο στο 23,0% τον Νοέμβριο 2016. Για το σύνολο του 12μηνου Δεκεμβρίου 2015 – Νοεμβρίου 2016, το μέσο ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 23,5% από 25,1% το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους καταγράφηκε πτώση -1,5 ποσοστιαίων μονάδων. Ο εν λόγω ετήσιος ρυθμός μεταβολής είναι ίσος με τον αντίστοιχο μέσο της περιόδου Μαρτίου 2014 – Νοεμβρίου 2016. Η τράπεζα σημειώνει ότι ο Μάρτιος 2014 ήταν ο πρώτος μήνας από την αρχής της ελληνικής οικονομικής κρίσης στον οποίο καταγράφηκε αρνητική ετήσια μεταβολή του ποσοστού ανεργίας. Είχαν προηγηθεί 63 συνεχείς μήνες, ήτοι Δεκέμβριος 2008 – Φεβρουάριος 2014, συνεχούς ανοδικής πορείας.
Η πορεία των μεταβλητών που συνθέτουν το ποσοστό ανεργίας είχε ως εξής: η απασχόληση αυξήθηκε (σε ετήσια βάση) +1,4% ή +49,1 χιλ άτομα και η ανεργία μειώθηκε -6,5% ή -76,5 χιλ. Ως εκ τούτου, το εργατικό δυναμικό συρρικνώθηκε -0,6% ή -27,4 χιλ. Σημειώνουμε ότι στο δίμηνο Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 2016, η μέση ετήσια μεταβολή της απασχόλησης ήταν +1,3%. Το αντίστοιχο μέγεθος το 3ο τρίμηνο 2016 ήταν +2,0%. Συνεπώς, η συνεισφορά του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας στο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης το 4ο τρίμηνο 2016 προβλέπεται να είναι θετική αλλά μικρότερη από το αντίστοιχο μέγεθος του προηγούμενου τριμήνου.
Όπως έχει αναφέρει σε προηγούμενα τεύχη η τράπεζα, το υψηλό ποσοστό ανεργίας αποτελεί «σπατάλη πόρων» για την ελληνική οικονομία. Ένα εξίσου σημαντικό μέγεθος στο οποίο αποτυπώνεται η παρούσα δυσμενής κατάσταση είναι το ποσοστό απασχόλησης, δηλαδή ο λόγος των απασχολούμενων ως προς το σύνολο του πληθυσμού ικανού για παροχή υπηρεσιών εργασίας.
Είναι φανερό ότι από τα τέλη του 2013 το ποσοστό απασχόλησης ακολουθεί ανοδική πορεία. Πιο αναλυτικά, από τα επίπεδα του 42,7% αυξήθηκε στο 45,8% (τέλη 2016). Η προαναφερθείσα θετική μεταβολή προήλθε κυρίως από την αύξηση της απασχόλησης και σε πολύ μικρότερο βαθμό από τη συρρίκνωση του πληθυσμού (ηλικίας 15-74 ετών).
Στην περίπτωση που η ελληνική οικονομία εισέλθει σε ένα μονοπάτι βραχυπρόθεσμης και μεσοπρόθεσμης ανάκαμψης τότε, το ποσοστό απασχόλησης θα συνεχίσει την ανοδική του πορεία μέχρι να προσεγγίσει μακροχρόνια ένα σημείο σταθερής κατάστασης. Από εκεί και έπειτα η αύξηση της απασχόλησης θα ακολουθήσει τη δυναμική του πληθυσμού.
Συνεπώς, η ύφεση των προηγούμενων ετών ναι μεν δύναται να δημιουργήσει συνθήκες για υψηλότερη ποσοστιαία μεταβολή της απασχόλησης σε σύγκριση με την αντίστοιχη του πληθυσμού (ανεκμετάλλευτοι πόροι, πλεονάζον εργατικό δυναμικό) ωστόσο, στη μακροχρόνια περίοδο πιθανή περαιτέρω συρρίκνωση ή στασιμότητα του πληθυσμού θα οδηγήσει σε μείωση ή στασιμότητα της απασχόλησης και ως εκ τούτου σε συρρίκνωση του δυνητικού ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης. Οπότε, μόνο μέσω πολιτικών ενίσχυσης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών της παραγωγής (TFP) μπορεί να αντισταθμιστεί η προαναφερθείσα δυσμενής προοπτική για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στη μακροχρόνια περίοδο, καταλήγει η τράπεζα.