Σχεδόν 1 στις 2 ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκεται αντιμέτωπη με αύξηση του κόστους της άνω του 10% και το 55% παραδέχεται ότι οι ακριβότερες πρώτες ύλες έχουν ήδη επηρεάσει τις πωλήσεις. Όμως, τα αντανακλαστικά των επιχειρήσεων επικεντρώνονται κυρίως στο να αυξήσουν την τελική τιμή των προϊόντων τους (κάτι που έκανε μία στις τρεις) ή/και στο να προσπαθήσουν να απορροφήσουν μέρος του αυξημένου κόστους. Λύσεις δομικού χαρακτήρα οι οποίες περιλαμβάνουν επενδύσεις σε υποδομές φαίνεται πως δεν πέφτουν στο τραπέζι, καθώς το 53% των επιχειρήσεων απάντησε ότι δεν σχεδιάζει να πραγματοποιήσει καμία επένδυση.
Σε έρευνα της Eurobank, στην οποία έλαβαν μέρος 1.186 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το 47% των ερωτηθέντων απάντησε ότι το συνολικό κόστος της επιχείρησης αυξήθηκε >10% εξαιτίας της αύξησης του κόστους α’ υλών
▪ Το 19% των επιχειρήσεων απάντησε ότι το κόστος της επιχείρησης αυξήθηκε πάνω από 20% λόγω της αύξησης του κόστους α’ υλών.
▪ Μεγαλύτερη επίπτωση παρατηρείται στον κλάδο των Κατασκευών, όπου το 69% απάντησε ότι το συνολικό κόστος αυξήθηκε >10% ενώ ακολουθούν οι κλάδοι της Μεταποίησης και του Χονδρικού εμπορίου (με 55% και 53% αντίστοιχα).
▪ Στις επιχειρήσεις με τζίρο 2,5m+, το 21% έχει απαντήσει ότι το κόστος έχει αυξηθεί >20%.
Το 55% των επιχειρήσεων απάντησε ότι η αύξηση του κόστους α ́ υλών έχει επηρεάσει τις πωλήσεις τους.
▪ Στο Λιανικό εμπόριο το αντίστοιχο ποσοστό είναι της τάξης του 65%.
▪ Στις επιχειρήσεις με τζίρο 2,5m+, το 74% απάντησε ότι δεν υπάρχει καμία επίπτωση ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην κατηγορία τζίρου <1m είναι της τάξης του 36%. Αυτό επιδέχεται διαφορετικών ερμηνειών, όπως ότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις πωλούν προϊόντα και υπηρεσίες ανελαστικότερης ζήτησης ή ότι έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα απορρόφησης του αυξημένου κόστους ώστε να προφυλάξουν τα μερίδια αγοράς τους, όπως σημειώνουν οι οικονομολόγοι της Eurobank.
Το 33% των ερωτηθέντων απάντησε ότι η τελική τιμή του προϊόντος αυξήθηκε >10%.
▪ Το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο του ποσοστού των επιχειρήσεων που ανέφεραν αύξηση κόστους πρώτων υλών μεγαλύτερη του 10%. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει μερική απορρόφηση του αυξημένου κόστους αλλά όχι αναγκαστικά δεδομένου ότι άλλα κόστη, όπως το κόστος εργασίας, εμφανίζουν διαφορετικούς ρυθμούς αύξησης κατά την εν λόγω περίοδο (και κατά μέσο όρο μικρότερη).
▪ Όπως αναμενόταν, μεγαλύτερη επίπτωση παρατηρείται στον κλάδο των Κατασκευών, της Μεταποίησης και του Χονδρικού εμπορίου.
▪ Στις Κατασκευές το αντίστοιχο ποσοστό είναι της τάξης του 56% ενώ στις Υπηρεσίες μόλις 17%.
Όσον αφορά την αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, το 34% των ερωτηθέντων απάντησε ότι το κόστος της επιχείρησης αυξήθηκε >10% λόγω της αύξησης του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας.
▪ Το 12% των επιχειρήσεων απάντησε ότι το συνολικό κόστος της επιχείρησης αυξήθηκε > 20%, το 37% δήλωσε πως αντιμετωπίζει μέτρια αύξηση του κόστους (5-10%) ενώ στο 28% των επιχειρήσεων η επίπτωση στο συνολικό κόστος είναι σχετικά μικρή (<5%).
▪ Μεγαλύτερη επίπτωση παρατηρείται στο Hotel & Leisure & τη Μεταποίηση.
▪ Στις επιχειρήσεις με τζίρο 2,5m+ το 9% έχει απαντήσει ότι το κόστος έχει αυξηθεί >20%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην κατηγορία 1m-2,5m & <1m είναι 11% και 13% αντίστοιχα. Αυτό περισσότερο πρέπει να αποδοθεί στην κλαδική τοποθέτηση των μεγαλύτερων επιχειρήσεων σε πιο ενεργοβόρες δραστηριότητες.
Τι θα κάνουν για να διαχειριστούν την αύξηση του κόστους α ́ υλών και ηλεκτρικής ενέργειας
• Το 19% των ερωτηθέντων απάντησε ότι θα χρησιμοποιήσει υφιστάμενα Κεφάλαια Κίνησης ώστε να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό που έχει δημιουργηθεί.
▪ Το 17% των πελατών της Eurobank θα πάρει νέο δανεισμό για να καλύψει το κενό στο συναλλακτικό κύκλωμα.
✓ Μεγαλύτερη ζήτηση για δανεισμό προκύπτει από τον Κλάδο Hotel & Leisure (21%), του Λιανικού εμπορίου (19%) και των Κατασκευών (19%).
✓ Στις επιχειρήσεις με τζίρο 2,5m+ το 14% έχει απαντήσει ότι θα προβεί σε νέο δανεισμό, ενώ το αντίστοιχο % στο cluster 1m-2,5m & <1m είναι 13% και 19% αντίστοιχα.
▪ Το 15% των επιχειρήσεων προγραμματίζει να προβεί σε επενδύσεις, είτε μέσω δανεισμού, είτε μέσω ΕΣΠΑ/λοιπών χρηματοδοτικών εργαλείων.
✓ Ο κλάδος με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για επενδύσεις είναι η Μεταποίηση, σε ποσοστό 30% και ακολουθούν τα Logistics με 20% θετικές απαντήσεις.
• Το 11% απάντησε ότι σχεδιάζει να ασκήσει πίεση στους προμηθευτές για μεγαλύτερες πιστώσεις.
• Το 10% των πελατών της έρευνας απάντησε ότι σχεδιάζει να μειώσει τις πιστώσεις στους πελάτες τους.
Δεν σχεδιάζουν επενδύσεις
Εν γένει, το 53% των επιχειρήσεων απάντησαν ότι δεν σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν καμία επένδυση, παρά το γεγονός ότι το 47% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι δεν έχουν προβεί σε κανενός είδους επένδυση την τελευταία διετία για τον εκσυγχρονισμό της επιχείρησής τους και παρά τις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα έτη. Αυτό το γεγονός είναι ενδεικτικό του επενδυτικού κενού στην ελληνική οικονομία, όπως σημειώνει η Eurobank.
Εξίσου σημαντικό, υπάρχει μία συσχέτιση του μεγέθους της επιχείρησης με την ετοιμότητα διεξαγωγής επενδύσεων για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις της έρευνας επενδύουν περισσότερο, καθώς αξιοποιούν οικονομίες κλίμακος μέσω βελτιστοποίησης διαδικασιών παραγωγής. Επιπλέον, δύνανται να διαπραγματευθούν από καλύτερη θέση με τους προμηθευτές τους αλλά ακόμα και να μετακυλήσουν, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι μικρές επιχειρήσεις, το αυξημένο κόστος στον τελικό καταναλωτή.
Οι μικρότερες επιχειρήσεις παρουσιάζονται πιο εσωστρεφείς κι επενδύουν λιγότερο. Ωστόσο, περίπου οι μισές επιχειρήσεις είναι ενήμερες για τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά προγράμματα που προσφέρονται μέσω των διαφόρων θεσμών (ΕΣΠΑ, Αναπτυξιακός Νόμος, Εξοικονομώ-Επιχειρώ) και, σε μεγάλο ποσοστό, δηλώνουν ότι θα κάνουν αίτηση για τα διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία, ενδεικτικό ότι τα αντιλαμβάνονται ως εργαλεία ρευστότητας και λιγότερο ως αναπτυξιακά εργαλεία.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις διαχειρίζονται την αύξηση του κόστους αλλά δεν έχουν κάποιο πλάνο εξόδου από τον κύκλο της ακρίβειας. Στον αντίποδα, το 29% των επιχειρήσεων απάντησε ότι σχεδιάζει να προβεί σε επέκταση σε νέες αγορές και κανάλια πώλησης, ως μέτρο αντιμετώπισης της αύξησης του κόστους α΄ υλών κι ένα 14% προσανατολίζεται σε επενδύσεις με σκοπό τη μείωση του κόστους α΄ υλών και της ηλεκτρικής ενέργειας που έχουν αυξηθεί.
Παρά ταύτα, το ενδιαφέρον για επενδύσεις είναι μεγαλύτερο σε σχέση με το παρελθόν, πράγμα λογικό δεδομένου ότι οι μισές από τις ερωτώμενες επιχειρήσεις δεν έχουν προβεί σε κανενός είδους επένδυση τα δυο τελευταία χρόνια για τον εκσυγχρονισμό τους, κάτι που ενδεχομένως να λειτουργούσε ως ανάχωμα στην αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους.