Το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 12,9% του εργατικού δυναμικού το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2022, από 13,1% το 4ο τρίμηνο 2021 και 16,4% το 1ο τρίμηνο 2021.
Η τρέχουσα τιμή είναι η χαμηλότερη που έχει καταγραφεί από το 3ο τρίμηνο 2010, δηλαδή αμέσως μετά την υπογραφή του 1ου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, ωστόσο κατατάσσει την Ελλάδα, μαζί με την Ισπανία, στην υψηλότερη θέση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ-27 σε όρους ποσοστού ανεργίας (βλέπε Σχήμα 1).
Ακολουθούν οι παρακάτω οικονομίες: Ιταλία (8,6%), Σουηδία (7,7%), Γαλλία (7,5%), Λετονία (7,3%), Λιθουανία (7,0%), Ευρωζώνη (6,9%), Φινλανδία (6,8%), Κροατία (6,7%), Σλοβακία (6,6%), Κύπρος (6,5%), ΕΕ-27 (6,3%), Εσθονία (5,8%), Πορτογαλία (5,8%), Ρουμανία (5,7%), Βέλγιο (5,6%), Ιρλανδία (5,2%), Αυστρία (4,9%), Λουξεμβούργο (4,7%), Δανία (4,6%), Βουλγαρία (4,5%), Σλοβενία (4,2%), Ουγγαρία (3,8%), Ολλανδία (3,5%), Γερμανία (3,1%), Μάλτα (3,1%), Πολωνία (3,0%) και Τσεχία (2,3%).
Συνεπώς, η ψαλίδα ανάμεσα στο ποσοστό ανεργίας της Ελλάδας και στον μέσο όρο της ΕΕ-27 και της Ευρωζώνης συρρικνώθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια, εντούτοις παραμένει υψηλή, αντανακλώντας κυρίως διαρθρωτικές αδυναμίες και σε μικρότερο βαθμό κυκλικούς παράγοντες καθότι το παραγωγικό κενό έχει μειωθεί αισθητά.
Σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα μειώθηκε σωρευτικά κατά 3,8 ποσοστιαίες μονάδες (από το 16,6% του 4ου τριμήνου 2019 στο 12,9% του Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2022).
Η εν λόγω μεταβολή είναι ισοδύναμη με έναν ρυθμό πτώσης της τάξης των 0,42 ποσοστιαίων μονάδων ανά τρίμηνο (1,67 ανά έτος), μέγεθος προσεγγιστικά ίσο με την τάση μείωσης του ποσοστού ανεργίας προτού ξεσπάσει η πανδημία του κορωνοϊού COVID-19 (3ο τρίμηνο 2013 – 4ο τρίμηνο 2019, 0,45 και 1,79 ποσοστιαίες μονάδες ανά τρίμηνο και ανά έτος αντίστοιχα, βλέπε Σχήμα 2Α).
Παρόμοια ποιοτικά χαρακτηριστικά με την πορεία του ποσοστού ανεργίας κατέγραψε και ο αριθμός των απασχολούμενων ατόμων. Αναλυτικά, η απασχόληση, από το 4ο τρίμηνο 2019 μέχρι το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2022 ενισχύθηκε κατά 150,3 χιλιάδες άτομα, σημειώνοντας έναν ρυθμό μεταβολής της τάξης του 0,42% ανά τρίμηνο ή 1,69% ανά έτος. Η εν λόγω δυναμική είναι οριακά βραδύτερη από την αντίστοιχη που ακολουθούσε η απασχόληση προ πανδημίας (4ο τρίμηνο 2013 – 4ο τρίμηνο 2019, 0,47% και 1,88 % ανά τρίμηνο και ανά έτος αντίστοιχα, βλέπε Σχήμα 2B).
Βάσει των παραπάνω στοιχείων, αποδεικνύεται, τουλάχιστόν προσώρας, ότι ο ρυθμός μείωσης του ποσοστού ανεργίας και ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης, παρά τις πρωτόγνωρες συνθήκες που δημιούργησε η υγειονομική κρίση, διατήρησαν τη δυναμική τους.
Τα μέτρα στήριξης των ασκούντων την οικονομική πολιτική και το σταδιακό άνοιγμα της οικονομίας από το 2ο lockdown έπαιξαν καθοριστικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση.
Ωστόσο, αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος.
Την ίδια περίοδο που ο αριθμός των απασχολούμενων ατόμων στην Ελλάδα ενισχύθηκε σωρευτικά κατά 3,8% (4ο τρίμηνο 2019 μέχρι το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2022), το πραγματικό ΑΕΠ του 4ου τριμήνου 2021 ήταν ίσο με το αντίστοιχο του 4ου τριμήνου 2019.
Η απασχόληση σε όρους ατόμων έτρεξε πιο γρήγορα από την οικονομία, κάτι που ισοδυναμεί με μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Το εν λόγω αποτέλεσμα μεγεθύνεται αν συγκρίνουμε την αύξηση της απασχόλησης από τον πυθμένα του 4ου τριμήνου 2013 μέχρι σήμερα, με την αντίστοιχη μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ (βλέπε Σχήμα 3).
Σε μια περίοδο 33 τριμήνων, με πτώση του ποσοστού ανεργίας κατά 14,8 ποσοστιαίες μονάδες και αύξηση της απασχόλησης κατά 579,2 χιλιάδες άτομα ή 16,6%, το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας το 4ο τρίμηνο 2021 ήταν αυξημένο μόλις κατά 3,7% σε σύγκριση με το 4ο τρίμηνο 2013, υποδηλώνοντας μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Ωστόσο θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι αν χρησιμοποιήσουμε στοιχεία απασχόλησης από τους εθνικούς λογαριασμούς (στο παρόν δελτίο παραθέτουμε τα στοιχεία της μηνιαίας έρευνας εργατικού δυναμικού), τόσο σε όρους ατόμων όσο και σε όρους ωρών εργασίας, η μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας είναι αρκετά ηπιότερη καθότι η αύξηση της απασχόλησης είναι μικρότερη.
Βάσει των εθνικών λογαριασμών, η παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους ατόμων (ωρών εργασίας) συρρικνώθηκε κατά 5,6% (1,2%) την περίοδο από το 4ο τρίμηνο 2013 μέχρι το 4ο τρίμηνο 2019 και κατά 2,2% (0,1%) την περίοδο από το 4ο τρίμηνο 2019 μέχρι το 4ο τρίμηνο 2021
Λαμβάνοντας υπόψιν την τάση συρρίκνωσης του πληθυσμού (βλέπε Σχήμα 4), κάτι που δύναται να επιβραδυνθεί μέσω της επιστροφής πολλών κατοίκων που μετανάστευσαν κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους αλλά και μέσω κινήτρων προς ενίσχυση των γεννήσεων, ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης αναμένεται να επιβραδυνθεί στη μεσοπρόθεσμη περίοδο.
Ως εκ τούτου, η ενίσχυση της παραγωγικότητας (επενδύσεις, βελτίωση της ποιότητας των θεσμών, εξωστρέφεια) αποτελεί μονόδρομο για την αύξηση της μεσομακροπρόθεσμης δυναμικής της οικονομίας.