Η δεύτερη εκτίμηση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τους ετήσιους εθνικούς λογαριασμούς του 2021 επιβεβαίωσε την ισχυρή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά τον πρώτο χρόνο της πανδημίας και την ύφεση του 9,0%.
Οπως αναφέρει η Eurobank στην τακτική της έκθεση για την οικονομία, ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης αναθεωρήθηκε οριακά προς τα πάνω στο 8,4% από 8,3% σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση του Μαρτίου 2022 (βλέπε Σχήμα 1), ενώ το ίδιο συνέβη και για το έτος 2019, με τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης να αναθεωρείται οριακά ανοδικά στο 1,9% από 1,8% προηγουμένως.
Σε ό,τι αφορά τις επί μέρους συνιστώσες του ΑΕΠ για το 2021, η αύξηση της συνολικής κατανάλωσης σε σταθερές τιμές, ήτοι σε πραγματικούς όρους, αναθεωρήθηκε προς τα κάτω στο 4,9% από 6,8% τον Μάρτιο 2022, ενώ οι ρυθμοί ενίσχυσης των εξαγωγών και των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών αναθεωρήθηκαν προς τα πάνω στο 24,1% (από 21,9%) και 17,7% (από 16,1%) αντίστοιχα.
Ο μετασχηματισμός του παραγωγικού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας και η αύξηση του μακροπρόθεσμου ρυθμού μεγέθυνσης συνδέονται με την αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων στο ΑΕΠ, τη μείωση του μεριδίου της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ και την ενίσχυση της εξωστρέφειας. Το 2021 το μερίδιο των επενδύσεων παγίων στο ΑΕΠ ήταν 13,3% (αρκετά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης) και το αντίστοιχο μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης στο 67,9% (αρκετά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης).
Βάσει των τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ, η ισχυρή αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2021 διατηρήθηκε το πρώτο εξάμηνο 2022. Παρά το άλμα του πληθωρισμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και την προοπτική αύξησης του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, ο ετήσιος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης διαμορφώθηκε στο 7,8%, ο 5ος υψηλότερος ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης και αρκετά μεγαλύτερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (4,8%).[1] Πρωτεύοντα ρόλο σε αυτό το αποτέλεσμα, με δεδομένα τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης κατά της ενεργειακής κρίσης, διαδραμάτισαν η ιδιωτική κατανάλωσης και οι εξαγωγές υπηρεσιών (κυρίως τουριστικά έσοδα), ενώ και οι επενδύσεις παγίων είχαν θετική συνεισφορά στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το πρώτο εξάμηνο 2022 (Βλέπε Σχήμα 2)
Όπως αναφέραμε στο περασμένο τεύχος του δελτίου 7 Ημέρες Οικονομία (12/10/2022), ο ετήσιος πληθωρισμός, μετρούμενος βάσει του ΕνΔΤΚ, κινήθηκε ανοδικά το τρίτο τρίμηνο 2022 στο 11,5% από 10,4% το δεύτερο τρίμηνο 2022 και 1,3% το τρίτο τρίμηνο 2021. Επιπρόσθετα, τόσο το οικονομικό κλίμα όσο και ο δείκτης PMI μεταποίησης κινήθηκαν καθοδικά το τρίτο τρίμηνο 2022. Παρά ταύτα, σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, για το σύνολο των επιχειρήσεων της οικονομίας με υποχρέωση τήρησης διπλογραφικών βιβλίων (με διαθεσιμότητα στοιχείων σε μηνιαία βάση), οι πωλήσεις τον Αύγουστο 2022 ενισχύθηκαν σε ετήσια βάση κατά 55,7% από 44,4% τον Ιούλιο 2022. Τ
α εν λόγω στοιχεία δεν συνεπάγονται το ίδιο ισχυρή αύξηση του πραγματικό ΑΕΠ καθότι αποτελούν πωλήσεις σε τρέχουσες τιμές. Πέραν της ονομαστικής επίδρασης του πληθωρισμού, ένα μέρος των αυξημένων πωλήσεων μπορεί να προέρχεται από εισαγόμενα προϊόντα ή από τη μείωση των αποθεμάτων, δηλαδή παραγόντων που εισάγονται αρνητικά στον σχηματισμό του ΑΕΠ.
Ωστόσο, η πολύ μεγάλη αύξηση του τζίρου των επιχειρήσεων στο διάστημα Ιουλίου-Αυγούστου 2022 κατά 49,8% από 44,6% το δεύτερο τρίμηνο 2022 (μέσος όρος 3 μηνών) αποτελεί μια θετική ένδειξη για το ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου 2022. Τα πτωτικά ρίσκα του υψηλού πληθωρισμού για τη μελλοντική κατανάλωση και τις επενδύσεις παραμένουν.
[1] Το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το δεύτερο τρίμηνο 2022 ξεπέρασε τα προ πανδημίας επίπεδα, ήτοι του τετάρτου τριμήνου 2019, κατά 5,0% (1,8% στην Ευρωζώνη).