Η Ελλάδα, στα έτη της κρίσης, ανέκτησε μεν τις απώλειες ανταγωνιστικότητας σε σχέση με το μισθολογικό κόστος, αλλά οι ελληνικές εξαγωγές υπολείπονται σε σύγκριση με τους κύριους εμπορικούς εταίρους, εκτιμά η μελέτη
H πρόοδος στον τομέα των ελληνικών εξαγωγών τα περασμένα χρόνια δεν υπήρξε επαρκής, ώστε η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας να προσεγγίσει το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είναι αναγκαίο να αυξηθούν σε όγκο, να βελτιώσουν το τεχνολογικό περιεχόμενο και τον γεωγραφικό προσανατολισμό τους, αναφέρεται σε μελέτη της Eurobank με θέμα «Ελληνικές Εξαγωγές: Διάρθρωση, Ανταγωνιστικότητα και Προκλήσεις», αναφέρει το protothema.
Η Ελλάδα, κατά τα έτη της κρίσης, ανέκτησε πλήρως τις προηγούμενες απώλειες ανταγωνιστικότητας σε όρους σχετικού μισθολογικού κόστους. Ωστόσο, οι ελληνικές εξαγωγές εξακολουθούν να παρουσιάζουν υστέρηση σε σύγκριση με τους κύριους εμπορικούς εταίρους, εκτιμά η μελέτη.
Αυτό αποδίδεται σε παραμέτρους σχετιζόμενες με τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, ήτοι τη φιλικότητα του επενδυτικού περιβάλλοντος, την ποιότητα των θεσμών και της δημόσιας διοίκησης, την ταχύτητα διεκπεραίωσης αδειοδοτικών διαδικασιών και απονομής δικαιοσύνης, καθώς και στα δομικά χαρακτηριστικά των ελληνικών εξαγωγών:
Συγκεκριμένα, τη μεγάλη εξάρτηση από τις εξαγωγές υπηρεσιών, με τον τουρισμό και τη ναυτιλία να αποτελούν τους κυρίαρχους εξαγωγικούς κλάδους, το σχετικά χαμηλό τεχνολογικό περιεχόμενο που χαρακτηρίζει τις εξαγωγές του μεταποιητικού κλάδου, την τάση συγκέντρωσης των ελληνικών εξαγωγών σε ένα σχετικά μικρό αριθμό προϊόντων και κλάδων και τη περιορισμένη συμμετοχή της Ελλάδας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Επίσης, στη σημαντική υστέρηση της Ελλάδας στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.
Μεταξύ των θετικών τάσεων των τελευταίων ετών πρέπει να επισημανθεί η βελτίωση της διαφοροποίησης των ελληνικών εξαγωγών ως προς το γεωγραφικό τους προσανατολισμό, με τις εξαγωγές σε χώρες εκτός ΕΕ να παρουσιάζουν αυξητική τάση.
Η ανάλυση δείχνει ότι την περίοδο 2010-2015 η σωρευτική αύξηση των εξαγωγών αγαθών & υπηρεσιών της περιοχής της Αναδυόμενης Ευρώπης ήταν από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως. Ως αποτέλεσμα, η εξωστρέφεια, δηλαδή το μερίδιο των εξαγωγών αγαθών & υπηρεσιών στο ΑΕΠ της Κεντρικής, Ανατολικής & ΝΑ Ευρώπης αυξήθηκε κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες. Η αύξηση αυτή ήταν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τις ΗΠΑ, την Κίνα και την παγκόσμια οικονομία την ίδια περίοδο.
Έξι οικονομίες της ευρύτερης περιοχής (Κροατία, Λετονία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Τσεχία) σημείωσαν διψήφια προσαρμογή της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας, όπως και η Ελλάδα. Εντούτοις, πέτυχαν σημαντικά μεγαλύτερη αύξηση των εξαγωγών τους σε σύγκριση με την Ελλάδα. Επιπλέον, σε αντίθεση με την Ελλάδα, την περίοδο 2008- 2015, το μερίδιο των εξαγωγών αγαθών υψηλής τεχνολογίας στις συνολικές
εξαγωγές προϊόντων της Κεντρικής, Ανατολικής & ΝΑ Ευρώπης παρουσίασε αύξηση.
Η -καλύτερη της Ελλάδας- εξαγωγική επίδοση αυτών των χωρών πρέπει σε μεγάλο βαθμό να αποδοθεί στην έμφαση που έδωσαν αυτές οι χώρες στη βελτίωση των δομικών παραμέτρων της ανταγωνιστικότητας, όπως το ευνοϊκότερο επιχειρηματικό και κανονιστικό περιβάλλον, η ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση και η διευκόλυνση των άμεσων ξένων επενδύσεων η οποία κατέληξε σε μεγαλύτερες εισερχόμενες επενδύσεις.
Δεδομένου του γεγονότος ότι όλες οι νέες αγορές αναμένεται να αναπτύσσονται τα επόμενα χρόνια με ρυθμούς ταχύτερους αυτών των ώριμων αγορών, και άρα το δυναμικό εξαγωγών στο μέλλον είναι μεγαλύτερο, είναι σημαντικό να βελτιωθεί η εστίαση και η πρόσβαση των ελληνικών επιχειρήσεων σε αυτές.
Η μελέτη παρουσιάζει συνοπτικά και τα ευρήματα οικονομετρικής ανάλυσης των προσδιοριστικών παραγόντων και των προοπτικών των ελληνικών εξαγωγών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αμφότερες η διεθνής ζήτηση και η πραγματική ισοτιμία επηρεάζουν τις εξαγωγές, η πρώτη σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι η δεύτερη.
Για να επιτευχθεί δυναμική και διατηρήσιμη βελτίωση του όγκου του τεχνολογικού περιεχομένου και του βαθμού διαφοροποίησης των ελληνικών εξαγωγών, πρέπει να αντιμετωπιστούν οι υστερήσεις στην διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, δηλαδή την ποιότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και των θεσμών. Προς τούτο, η μελέτη προτείνει κατάλληλες διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις.