Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), το 2022 ο κλάδος της μεταποίησης στην Ελλάδα συνεισέφερε το 10,4% του συνόλου της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας σε τρέχουσες τιμές και το 7,9% του συνόλου της απασχόλησης.
Αυτό σημαίνει ότι για κάθε €100 ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας που παρήχθη στην ελληνική οικονομία το 2022, τα €10,4 προήλθαν άμεσα από τη μεταποίηση, ενώ για κάθε 100 απασχολούμενα άτομα, γύρω στα 8 εργάστηκαν στη μεταποίηση.εξηγούν οι αναλυτές της Eurobank στο Οικονομικό Δελτίο "7 Ημέρες Οικονομία".
Ανάμεσα στις 20 οικονομίες της Ευρωζώνης πλην της Ιρλανδίας, η Σλοβακία είχε το μεγαλύτερο μερίδιο της μεταποίησης επί της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας με 22,8%, και ακολούθησαν: Σλοβενία (22,6%), Γερμανία (20,4%), Φινλανδία (18,1%), Λιθουανία (17,9%), Αυστρία (17,7%), Ιταλία (16,6%), Ευρωζώνη (16,6%), Εσθονία (14,9%), Λετονία (14,7%), Πορτογαλία (14,1%), Βέλγιο (14,1%), Κροατία (14,0%), Ολλανδία (12,7%), Ισπανία (12,5%), Γαλλία (10,7%), Ελλάδα (10,4%), Μάλτα (7,5%), Κύπρος (6,0%) και Λουξεμβούργο (4,2%).
Στα Σχήματα 1.1 και 1.2 η Eurobank Research παρουσιάζει την εξέλιξη των προαναφερθέντων μεγεθών στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη από το 1995 μέχρι το 2022. Κάποια κεντρικά συμπεράσματα που εξάγονται από την ανάγνωση των στοιχείων έχουν ως ακολούθως:
• 1ον, από 1995 μέχρι το τέλος της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2009, η άμεση συνεισφορά της μεταποίησης στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της Ευρωζώνης και της Ελλάδας μειώθηκε κατά 4,8 και 3,5 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα (από 19,9% στο 15,1% για την Ευρωζώνη και από 12,1% στο 8,5% για την Ελλάδα), αντανακλώντας σε έναν βαθμό και για κάποιους τομείς -κυρίως χαμηλής τεχνολογικής έντασης- την απώλεια ανταγωνιστικότητας σε σύγκριση με οικονομίες χαμηλού εργατικού κόστους όπως αυτές της Ανατολής (π.χ. Κίνα, Ινδία κ.α.). Στη συνέχεια καταγράφηκε ήπια αύξηση μέχρι το 2022, με αποτέλεσμα τα προαναφερθέντα μερίδια της μεταποίησης στην Ευρωζώνη και την Ελλάδα να ενισχυθούν κατά 1,4 και 1,8 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα. Εντού-τοις, παρέμειναν μικρότερα σε σύγκριση με τα μέσα της δεκαετίας του 1990.
• 2ον, η μείωση της σχετικής βαρύτητας της μεταποίησης στην Ευρωζώνη και την Ελλάδα είναι εντονότερη όταν ως μέτρο χρησιμοποιείται η απασχόληση, με τα σχετικά μερίδια να έχουν μειωθεί κατά 5,7 και 3,3 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα τα τελευταία 17 χρόνια (η τεχνολογική πρόοδος, η αυτοματοποίηση της παραγωγής και η συρρίκνωση των τομέων μεταποίησης χαμηλής τεχνολογικής έντασης λόγω του ανταγωνισμού από το εξωτερικό, συνεισέφεραν στη μείωση του μεριδίου της μεταποίησης στο σύνολο της απασχόλησης). Στην Ευρωζώνη η πτώση ήταν συνεχής (λιγότερο απότομη μετά το τέλος της δεκαετίας του 2000), ενώ στην Ελλάδα σημειώθηκε οριακή αύξηση κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες την 5ετία 2018-2022 (από 7,5% το 2017 στο 7,9% το 2022).
• 3ον, η σχετική βαρύτητα της μεταποίησης στην ελληνική οικονομία είναι διαρκώς χαμηλότερη έναντι της Ευρωζώνης, τόσο σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (7,6 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέ-σο όρο την περίοδο 1995-2022) όσο και σε όρους απασχόλησης (6,0 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο την περίοδο 1995-2022).
• 4ον, διαχρονικά η παραγωγικότητα των απασχολούμενων ατόμων στη μεταποίηση είναι υψηλότερη σε σύγκριση με τους απασχολούμενους στο σύνολο της οικονομίας, τόσο στην Ευρωζώνη όσο και την Ελλάδα.
Τα στοιχεία για την άμεση συνεισφορά του κλάδου της μεταποίησης στην ελληνική οικονομία το 2023 αναμένεται να δημοσιευτούν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) στις 7 Μαρτίου 2024 με την ανακοίνωση της πρώτης εκτίμησης των ετήσιων εθνικών λογαριασμών του 2023. Βάσει του μηνιαίου δείκτη παραγωγής στη μεταποίηση -δείκτη του οποίου οι παρατηρήσεις Ιαν-Δεκ-23 έχουν ήδη δημοσιευτεί- η εικόνα που διαμορφώνεται για την επίδοση του συγκεκριμένου κλάδου το 2023 είναι θετική.
O δείκτης παραγωγής μεταποίησης στην Ελλάδα ενισχύθηκε σε ετήσια βάση κατά 4,2% το 2023, από 4,5% το 2022, στηριζόμενος σε κλάδους με υψηλή σχετική βαρύτητα όπως αυτοί των τροφίμων, των πετρελαιοειδών, των μεταλλικών προϊόντων, των φαρμακευτικών και των μη μεταλλικών ορυκτών προϊόντων. Επιπρόσθετα, εντυπωσιακό είναι το στοι-χείο ότι την 4ετία 2020-2023 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του δείκτη παραγωγής μεταποίησης σχεδόν διπλασιάστηκε στο 4,1% από 2,2% την 6ετία 2014-2019. Η εν λόγω περίοδος χαρακτηρίστηκε από την πανδημία, τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, την ενεργειακή κρίση και την έντονη γεωπολιτική αβεβαιότητα. Οι εν λόγω διαταραχές δημιούργησαν ανάγκες -άλλες λιγό-τερο και άλλες περισσότερο μόνιμες- και ευκαιρίες οι οποίες δύνανται να ερμηνεύσουν εν μέρει την επιτάχυνση του ρυθμού άνοδο της παραγωγής στη μεταποίηση. Επί παραδείγματι, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της παραγωγής στα φαρμακευτικά προϊόντα ενισχύθηκε στο 14,5% από 9,1% την 6ετία 2014-2019, στα τρόφιμα στο 2,6% από 1,0%, στην κατασκευή μεταλλικών προϊόντων στο 4,2% από 2,2%, στα μη μεταλλικά ορυκτά προϊόντα στο 5,4% από 1,3%, στην κατασκευή ηλεκτρολογικού εξοπλισμού στο 8,9% από 0,7% και στην κατασκευή μηχανημάτων και ειδών εξοπλισμού στο 5,6% από 1,6%.
Εν κατακλείδι, μετά τη μεγάλη κάμψη της περιόδου 2008-2013, ο κλάδος της μεταποίησης στην Ελλάδα βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης-επέκτασης, με τον ρυθμό ανόδου της παραγωγής να επιταχύνεται τα 4 τελευταία χρόνια. Παρά ταύτα, το μερίδιο της μεταποίησης στην Ελλάδα (10,4% σε όρους ακαθά-ριστης προστιθέμενης αξίας) εξακολουθεί να είναι αρκετά χαμηλότερο σε σχέση με την Ευρωζώνη (16,6%), ενώ υπολείπεται των αντίστοιχων μεριδίων χωρών της Νότιας Ευρώπης όπως η Πορτογαλία (14,1%) και η Ισπανία (12,5%). Η περαιτέρω ενίσχυση του μεριδίου της μεταποίησης στην ελληνική οικονομία συνδέεται με την επιθυμητή αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος.