Η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή των προβλέψεων για κίνδυνο φτώχειας μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ.
Συνολικά το ποσοστό κινδύνου φτώχειας στην ΕΕ παρέμεινε σταθερό το 2021, ωστόσο η κατάσταση διέφερε μεταξύ των κρατών – μελών.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία, συγκριτικά με τις αντίστοιχες τιμές προ πανδημίας του 2019, σε πέντε χώρες καταγράφεται αύξηση του ποσοστού φτώχειας την περίοδο 2019-2021, με τέσσερις χώρες να βρίσκονται στη λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση. Ελλάδα, Κροατία, Λετονία και Ολλανδία, φαίνονται να παρουσιάζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα, ο δείκτης πρόβλεψης φτώχειας για τη χώρα μας, είναι αυξητικός.
Στα υπόλοιπα στοιχεία, το μέσο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 3,6% σε σχέση με το 2020. Το εισόδημα από την απασχόληση εκτιμάται ότι έχει αυξηθεί σημαντικά, και πλέον είναι ελαφρώς χαμηλότερο από το επίπεδο πριν από την πανδημία.
Η πανδημία COVID-19 οδήγησε σε σημαντική μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής παύσης λειτουργίας ορισμένων επιχειρηματικών τομέων, με αποτέλεσμα την άνευ προηγουμένου αύξηση των εργαζομένων που απουσίαζαν από την εργασία ή εργάζονταν με μειωμένο ωράριο και συνακόλουθη απώλεια εισοδήματος από την εργασία. Οι απώλειες αντισταθμίστηκαν με προσωρινά προγράμματα στήριξης από τις κυβερνήσεις.
ΕΛΣΤΑΤ: Στο φάσμα της φτώχειας το 17% του πληθυσμού
Προς επίρρωση των παραπάνω, έρχονται και τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Από τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα την Πέμπτη 29/9, μετά από έρευνα που έγινε σε δείγμα 6.053 ιδιωτικών νοικοκυριών στο σύνολο της χώρας, προκύπτει πως το 80% του εισοδήματος στα φτωχά νοικοκυριά “πηγαίνει” σε ενοίκια και τρόφιμα.
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 18,9% του προϋπολογισμού τους, κατά μέσο όρο, για ενοίκιο.
Η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη καταγράφηκε στην Περιφέρεια Αττικής και ανήλθε σε 19.687,92 ευρώ, ενώ η χαμηλότερη στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και ανήλθε σε 12.236,64 ευρώ.
O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 17,1% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (15,6% το 2020), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 12,2% του πληθυσμού (11,9% το 2020), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).
Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση δαπανών των νοικοκυριών, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2020), παρουσιάζεται σε:
- εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία (18,6%),
- αναψυχή και πολιτισμό (15,1%),
- είδη ένδυσης και υπόδησης (14,6%),
- ενώ η μικρότερη ποσοστιαία αύξηση παρουσιάζεται στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (1,3%).
Σημειώνεται ότι μείωση παρουσιάστηκε μόνο στις υπηρεσίες εκπαίδευσης, και αυτή ήταν κατά 3,8%.