Το 2020, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 8,6% του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περισσότερα από ένα στα πέντε άτομα που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας (21,7%) δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ένα γεύμα με κρέας, ψάρι ή ένα ισοδύναμο για χορτοφάγους κάθε δεύτερη μέρα.
Δεινή είναι η κατάσταση στην Ελλάδα, στην οποία καταγράφεται το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό των ατόμων που κινδυνεύουν από τη φτώχεια και δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για να εξασφαλίσουν ένα κανονικό γεύμα.
Αναλυτικά, το υψηλότερο ποσοστό των ατόμων που κινδυνεύουν από τη φτώχεια που δεν μπορούν να πληρώσουν οικονομικά ένα γεύμα με κρέας, ψάρι ή άλλο χορτοφάγο καταγράφηκε στη Βουλγαρία (54,6%), ακολουθούμενη από την Ελλάδα (45,6%) και τη Σλοβακία (36,0%).
Από την άλλη πλευρά, το χαμηλότερο μερίδιο καταγράφηκε στην Κύπρο (3,8%) και ακολουθούν η Ιρλανδία (3,9%), το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία (αμφότερες με 6,6%).
Επιπλέον, το 3,3% του πληθυσμού της Ε.Ε. και ένα στα δέκα άτομα που κινδυνεύουν από τη φτώχεια (9,7%) δεν διέθεταν αρκετά χρήματα για να έχουν σύνδεση στο Διαδίκτυο. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι γύρω στο 13%.
Το υψηλότερο ποσοστό ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια και δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά μια σύνδεση στο Διαδίκτυο καταγράφηκε στη Ρουμανία (40,9%), ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (26,6%).
Το χαμηλότερο μερίδιο καταγράφηκε στη Σουηδία (1,1%) και ακολουθούν η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο (αμφότερες από 1,3%).
Αυτοί οι δείκτες (αδυναμία αγοράς κανονικού γεύματος και αδυναμία εξασφάλισης σύνδεσης στο Διαδίκτυο) αποτελούν δύο από τα δεκατρία στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του ποσοστού σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης.
Και για τους δύο δείκτες, τα μερίδια ήταν χαμηλότερα σε κάθε χώρα για το συνολικό πληθυσμό σε σύγκριση με τα άτομα που κινδυνεύουν από φτώχεια.