Πονοκέφαλο προκαλούν τα στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ της ευρωζώνης με την Ελλάδα να καταγράφει την τέταρτη χειρότερη επίδοση.
Η Eurostat ανακοίνωσε πτώση του ΑΕΠ κατά 14,7% σε επίπεδο ευρωζώνης και κατά 13,9% σε επίπεδο ΕΕ για το δεύτερο τρίμηνο του 2020 συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2019.
Στην Ελλάδα η πτώση όπως την ανακοίνωσε και η ΕΛΣΤΑΤ ήταν 15,2%. Πρόκειται για την δεύτερη ανακοίνωση της στατιστικής υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το β τρίμηνο με βάση τα νεότερα στοιχεία από τα κράτη μέλη, αναφέρει το in.gr.
Η ύφεση στην ευρωζώνη ήταν μικρότερη από ό,τι αρχικώς αναμενόταν στο τρίμηνο μέχρι τον Ιούνιο, παραμένει ωστόσο η χαμηλότερη που έχει καταγραφεί από την έναρξη καταγραφής των στοιχείων, το 1995.
Η στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Eurostat, δήλωσε πως το ΑΕΠ της ευρωζώνης ήταν χαμηλότερο κατά 11,8% στο τρίμηνο έναντι των τριών προηγουμένων μηνών.
Οι συγκρίσεις μεταξύ των χωρών
Τα στοιχεία δείχνουν επίσης τις διαφορές στην αντιμετώπιση του ιού και τις συνεπακόλουθες επιπτώσεις στην οικονομία των χωρών-μελών.
Μεταξύ των κρατών-μελών, η πιο απότομη τριμηνιαία πτώση καταγράφηκε στην Ισπανία (-18,5%), στην Κροατία (-14,9%), την Ουγγαρία (-14,5%), την Ελλάδα (-14%), την Πορτογαλία (-13,9%) και τη Γαλλία (-13,8%). Την πιο μικρή πτώση είχαν η Φινλανδία (-4,5%), Λιθουανία (-5,5%), η Εσθονία (-5,6%), η Ιρλανδία (-6,1%), η Λετονία (-6,5%) και η Δανία (-6,9%).
Πτώση 2,9% καταγράφηκε στον αριθμό των εργαζομένων στην ευρωζώνη και κατά 2,7% στην ΕΕ το δεύτερο τρίμηνο, σε σύγκριση με τους προηγούμενους τρεις μήνες.
Στη χώρα μας η μείωση της απασχόλησης είναι λίγο πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Τα στοιχεία της Eurostat εμφάνισαν επίσης ότι οι επενδυτικές δαπάνες υποχώρησαν περισσότερο από τις συνολικές δαπάνες, και ήταν 17% χαμηλότερες από ό,τι στο α΄ τρίμηνο.
ΕΤΕ: Ενθαρρυντικές ενδείξεις για ανάκαμψη στο υπόλοιπο του έτους
Η μείωση του ΑΕΠ κατά 15,2% ετησίως το δεύτερο τρίμηνο (-14% σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση) είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί ιστορικά σε ένα τρίμηνο -όπως και για τις περισσότερες χώρες διεθνώς- για όσο, τουλάχιστον, διάστημα υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών, αναφέρεται σε σημερινή οικονομική ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας
H εξέλιξη αυτή ήταν, εν πολλοίς, αναμενόμενη, δεδομένης της αβεβαιότητας που δημιούργησε η πανδημία, καθώς και της αναπόφευκτης επιβολής πρωτοφανών περιορισμών τόσο στην κινητικότητα των πολιτών όσο και τη δραστηριότητα πολυάριθμων τομέων της οικονομίας τον Απρίλιο και σε σημαντικό τμήμα του Μαΐου.
Ταυτόχρονα, ο τουριστικός κλάδος παρέμεινε ουσιαστικά κλειστός στο σύνολο σχεδόν του δευτέρου τριμήνου, καθώς δεν επιτρέπονταν οι αφίξεις από το εξωτερικό, αναφέρει η ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας.
Η πτώση του ελληνικού ΑΕΠ ήταν ανάλογη του μ.ο. της Ευρωζώνης, ενώ συγκριτικά με τις περισσότερες χώρες του Νότου ήταν ελαφρώς χαμηλότερη (-18,7% κατά μ.ο. για Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις του ΑΕΠ για αυτές τις χώρες) – παρά το γεγονός ότι οι πλέον πληττόμενοι από την πανδημία κλάδοι των υπηρεσιών (τουρισμός, εστίαση) έχουν σημαντικά μεγαλύτερη βαρύτητα στο ελληνικό ΑΕΠ.
Στην ανωτέρω τάση συνέβαλε και η συγκριτικά πιο χαμηλή αφετηρία από την οποία ξεκίνησε η ελληνική οικονομία -καθώς βρισκόταν στα αρχικά στάδια του ανοδικού κύκλου- αποτρέποντας, σε κάποιο βαθμό, μια ακόμα πιο έντονη κάμψη της δραστηριότητας.
Η μεγαλύτερη συρρίκνωση, ωστόσο του ΑΕΠ, σε τριμηνιαία βάση, σε σύγκριση με την Ευρωζώνη (-14% έναντι -11,8%) αντανακλά, επίσης, το σημαντικά μεγαλύτερο μερίδιο που έχουν οι περισσότερο πληττόμενοι κλάδοι των υπηρεσιών (ειδικά του τουρισμού) στο 2ο τρίμηνο, ακόμη και στα στοιχεία που είναι διορθωμένα για εποχικότητα.
Αναμφισβήτητα, επισημαίνουν οι αναλυτές της τράπεζας, η ελληνική οικονομία κεφαλαιοποίησε τον επιτυχημένο έλεγχο της πανδημίας και παρά την γενικευμένη χρήση προστατευτικών περιορισμών για αντίστοιχο χρονικό διάστημα με τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης, εμφάνισε ηπιότερη πτώση, σε ετήσια βάση, τόσο της ιδιωτικής κατανάλωσης όσο και των επενδύσεων (ετήσια μείωση 11,6% και 10,3% έναντι 14,2% και 15,8%, αντίστοιχα, για το μ.ο. της Ευρωζώνης βάσει των στοιχείων που είναι διαθέσιμα για 16 χώρες).
Στήριξη αγοράς εργασίας αλλά και πρωτοφανής πίεση στην επιχειρηματική κερδοφορία – Ενθαρρυντικά σημάδια από τους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας τον Ιούλιο-Αύγουστο
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Εθνικής Τράπεζας, μια σειρά δεικτών συγκυρίας, εκπέμπουν ενθαρρυντικά σημάδια ανάκαμψης:
* Ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων συρρικνώθηκε κατά 16,4% ετησίως τον Ιούνιο, συγκριτικά με 29,6% ετησίως την περίοδο Απριλίου-Μαΐου (επιχειρήσεις με διπλογραφικά βιβλία).
* Η μεταποιητική παραγωγή υποχώρησε κατά 1% τον Ιούνιο έναντι 10,2% ετησίως κατά μ.ο. τον Απρίλιο-Μάιο.
* Η κατανάλωση ρεύματος στην υψηλή τάση, που συνδέεται με τη ζήτηση από τη βιομηχανία, ανέκαμψε οριακά τον Ιούλιο κατά 1% ετησίως, μετά από συρρίκνωση 18,2% ετησίως κατά μ.ο. το 2ο τρίμηνο.
* Οι εξαγωγές αγαθών εκτός πετρελαίου, σε τρέχουσες τιμές, αυξήθηκαν κατά 9,2% ετησίως τον Ιούλιο κατόπιν πτώσης 5,5% ετησίως το 2ο τρίμηνο.
* Ακόμη και ο τουρισμός έδειξε σημάδια βελτίωσης, με τις διεθνείς αεροπορικές αφίξεις στο Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών να συρρικνώνονται κατά 76% και 66%, σε ετήσια βάση, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, αντίστοιχα, από -97% ετησίως το 2ο τρίμηνο.
Οι δείκτες υψηλής συχνότητας και οι πρόδρομοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας έδειξαν ακόμη πιο έντονη βελτίωση, με τους δείκτες κινητικότητας της Google προς χώρους λιανικού εμπορίου και αναψυχής, καθώς και σε συγκοινωνιακούς κόμβους, να ανακάμπτουν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο -υποβοηθούμενοι και από εποχικούς παράγοντες- πάνω από την τάση τους, βάσει στοιχείων πριν την εκδήλωση της πανδημίας (σε σύγκριση με μέση απόκλιση από την τάση της τάξης του -53% την περίοδο Απριλίου-Μαΐου).
Όλα τα ανωτέρω συνηγορούν σε σημαντική ανάκαμψη του ΑΕΠ της τάξης του +5% περίπου, σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση, το τρίτο τρίμηνο και σε μια μέση ετήσια μείωση του ΑΕΠ κατά 7,5% το 2020, με τάσεις περαιτέρω επιτάχυνσης, το τέταρτο τρίμηνο. Στο τέλος του έτους προβλέπεται μείωση στην δραστηριότητα κατά «μόνο» 3,4% σε σχέση με το τέλος του 2019.