Το momentum για την Ελλάδα είναι θετικό, σε αντίθεση με το αρνητικό περιβάλλον στην Ευρώπη, όπως σημείωσε ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Mytilineos, Ευάγγελος Μυτιληναίος, συμμετέχοντας σε πάνελ του συνεδρίου «Κύκλος Ιδεών».
Σύμφωνα με τον κ. Μυτιληναίο, μία πρόκληση για την Ευρώπη είναι πως τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να αντεπεξέλθει σε αμυντικές δαπάνες εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ. Επίσης, θα έχει να αντιμετωπίσει την υπέρμετρη επιβάρυνση στο ενεργειακό κόστος για την «πράσινη» μετάβαση, «αν οι πολιτικοί δεν συγχρονίσουν την ενεργειακή μετάβαση με τις δυνατότητες της πραγματικής οικονομίας», όπως σημείωσε χαρακτηριστικά.
Υπογράμμισε πως η Ε.Ε. εξήγγειλε την ευρωπαϊκή Πράξη για τις κρίσιμες πρώτες ύλες (CRM), ξεχνώντας να ανακοινώσει πώς θα χρηματοδοτηθεί. «Η προσωπική μου εκτίμηση είναι πως δεν θα χρηματοδοτηθεί, απλώς οι επενδύσεις θα αδειοδοτούνται πιο εύκολα».
Σημείωσε πως το επόμενο μεγάλο ορόσημο για την Ελλάδα τοποθετείται στο 2032, καθώς με το προφίλ δημοσίου χρέους προχωράμε σταθερά. Τότε, ωστόσο, τα δεδομένα θα αλλάξουν αλλάζουν δραστικά. Αν το ΑΕΠ δεν έχει ανέβει, ώστε ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ να κινείται σε ανεκτά επίπεδα, τότε θα αρχίσουν να αυξάνονται και πάλι τα spread.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Mytilineos, όσες ελληνικές βιομηχανίες άντεξαν στην κρίση είναι πλέον «μπαρουτοκαπνισμένες», καθώς εξ ανάγκης επεκτάθηκαν στις αγορές του εξωτερικού. «Κάποιοι από εμάς εδραιωθήκαμε στο ευρωπαϊκό περιβάλλον», πρόσθεσε.
Τόνισε πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν μοναδική ευκαιρία από τον συνδυασμό των υψηλών επιτοκίων της ΕΚΤ και χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων, ώστε να δημιουργήσουν κεφαλαιακό απόθεμα. Για αυτό έχουν καταφέρει πολύ σημαντική κερδοφορία.
Επισήμανε πως είναι ευκαιρία για τα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα, ώστε να εκσυγχρονιστούν και να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις τις ξένες τράπεζες. «Οι ελληνικές τράπεζες πλέον είναι πολύ πιο εξειδικευμένες απ» ό,τι στο παρελθόν».
Κανόνας μία αναδρομή στην ενεργειακή κρίση, σημείωσε πως το σοκ της κατάρρευσης δεν έγινε στην Ελλάδα, αλλά στη γαλλική πόλη Ντοβίλ. Εκεί, Σαρκοζί και Μέρκελ αποφάσισαν ότι τα δημοσιονομικά κάθε χώρας θα κρίνονται ξεχωριστά, παρά το κοινό νόμισμα τα επιτόκια κάθε κράτους θα κρίνονται με τις επιδόσεις του.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη δεκαετία του 2000 μεγάλη αύξηση στη δανειακή επιβάρυνση του συνόλου της εθνικής οικονομίας. Είχε προηγηθεί η πιστωτική επέκταση με χαμηλά επιτόκια.
Σημείωσε πως η βιομηχανική ιστορία της μεταπολίτευσης είναι «καρδιά πονεμένη». Η κυβέρνηση Καραμανλή ακολούθησε μία συντηρητική οικονομική πολιτική, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε σειρά κρατικοποιήσεων. Όταν ανέλαβε μετά τη «σκυτάλη» το ΠΑΣΟΚ, ξεκίνησε δειλά δειλά το ξεχείλωμα της ελληνικής οικονομίας. «Δημιουργήθηκε ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, οι οποίες γέμισαν με πρασινοφρουρούς, με όργιο διαφθοράς».
Ανέφερε πως από το 1985 και μετά επικράτησε πολιτική αστάθεια, φτάνοντας με αυτές τις συνθήκες στο 1989-1990. «Ο Μητσοτάκης κατά την γνώμη μου ήταν μοναδική πολιτική φυσιογνωμία, ήταν πολλά χρόνια μπροστά από την εποχή, για αυτό και απέτυχε», πρόσθεσε.
Εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον Κώστας Σημίτη, σημειώνοντας πως ήταν ευτύχημα για την Ελλάδα που υπήρξε πρωθυπουργός για τέσσερα χρόνια. Στη συνέχεια ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Καραμανλή και Παπανδρέου, με την κατάσταση να εκτραχύνεται. Αν και οι τράπεζες χορηγούσαν δάνεια, λίγες βιομηχανίες μπορούσαν να «σταθούν» σε διεθνές επίπεδο.
Αναφέρθηκε επίσης στη μεγάλη αναδιανομή εισοδήματος το 1999, μέσω του χρηματιστηρίου. «Μετά ήρθε ο υπερδανεισμός και βαδίσαμε πλησίστιοι στην κρίση», κατέληξε.