Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς για την οικονομική και γεωπολιτική σημασία τις ενέργειας. Ούτε βέβαια και για την δραματική συνεισφορά της στη ρύπανση του περιβάλλοντος. Ανταποκρινόμενη στις επιταγές των συμφωνιών του Κιότο, το 2005 η Ευρωπαϊκή Ένωση θεσπίζει φόρο στις εκπομπές αερίων.
Ο στόχος είναι αφενός μεν να συγκεντρωθούν χρήματα για να αναπτυχθούν πράσινες τεχνολογίες και αφετέρου να καταστεί ακριβότερη η ρυπαίνουσα ενέργεια ώστε να είναι δελεαστικές οι επενδύσεις σε εναλλακτικές μορφές. Οι πολιτικές αυτές συγκεκριμενοποιούνται και εμπλουτίζονται συνεχώς από τότε.
Του Κωνσταντίνου Γιαζιτζόγλου
Τα αποτελέσματα κατ αρχήν μοιάζουν εντυπωσιακά. Μεταξύ του 2000 και το 2022 ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που παράχθηκε στην ΕΕ αυξήθηκε σχεδόν 3 φορές και έφτασε περίπου το 15% ενώ το σύνολο των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μειώθηκε κατά 30% σε σχέση με το 1990 (στοιχεία Eurostat) .
Κάπου εδώ όμως τελειώνουν τα καλά νέα. Την ίδια περίοδο, η Ευρώπη αύξησε τις εισαγωγές της από τρίτες χώρες κατά περίπου 5 φορές, αδιαφορώντας για το ανθρακικό αποτύπωμα αυτών των αγαθών στις χώρες παραγωγής τους. Ταυτόχρονα, η «προσδοκία» ότι η ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές θα ήταν οικονομικότερη, μοιάζει να διαψεύδεται παταγωδώς. Το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη έχει αυξηθεί μεταξύ 2008 και 2023 κατά 45% (σε αποπληθωρισμένες τιμές του 2008 – Eurostat).
Η μέση τιμή για τον Ευρωπαίο καταναλωτή το 2022 ήταν 85% υψηλότερη από την αντίστοιχη μέση τιμή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Μεταξύ του 2000 και του 2023 η συμμετοχή των εγχώριων πηγών στην παραγωγή της συνολικά καταναλισκόμενης ενέργειας στην Ευρώπη παρέμεινε σταθερή στο 39% (Eurostat). Η οποιαδήποτε αύξηση προέκυψε από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειες ισοσταθμίστηκε από τη μείωση στα στερεά καύσιμα και στην πυρηνική ενέργεια. Ο βαθμός εξάρτησης μας από τις εισαγωγές παρέμεινε σταθερός.
Σήμερα η Ευρώπη εξαρτάται σε ποσοστό από 50 μέχρι 100 % από τρίτες χώρες για την εισαγωγή όλων των κρίσιμων πρώτων υλών που απαιτούνται για τις νέες πράσινες τεχνολογίες. Και το πρόβλημα εντείνεται από το γεγονός ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων η εξάρτηση αυτή είναι από 2 ή 3 συγκεκριμένες χώρες. Σπάνια όμως, μπαίνει σε αυτή τη συζήτηση η διάσταση της αύξησης της μελλοντικής ζήτησης των συγκεκριμένων πρώτων υλών. Εκτιμήσεις για τη μετάβαση σε ηλεκτροκίνηση σε ότι αφορά τις μετακινήσεις, καταλήγουν σε αύξηση της κατανάλωσης συγκεκριμένων ορυκτών από 200 μέχρι 800% . Αν κανείς μιλήσει για πλήρη κατάργηση των ορυκτών καυσίμων τότε τα νούμερα γίνονται απολύτως ουτοπικά.
Οι ανεπιτυχείς στρατηγικές επιλογές της Ευρώπης σε ότι αφορά την ενέργεια και τις πρώτες ύλες, παρότι αποδεικνύονται εκ του αποτελέσματος, ελάχιστα αποτελούν αντικείμενο συζήτησης (δεν μιλάμε για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου). Μέσα σε 3 δεκαετίες κατορθώσαμε να μην μειώσουμε την εξάρτησή μας από τα πετρελαιοειδή, να δημιουργήσουμε μια νέα εξάρτηση από συγκεκριμένες πηγές για το φυσικό αέριο, να στηρίξουμε όλες μας τις ελπίδες για την μετάβαση σε νέες τεχνολογίες από την παραγωγή πρώτων υλών 2 ή 3 χώρων, που δεν ανήκουν σε αυτό που λέμε Δυτικό μπλοκ και ταυτόχρονα να έχουμε την ακριβότερη ενέργεια σε όλο τον κόσμο. Η πολυδιαφημισμένη μεταρρύθμιση στην αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας, πρόσφατα «κατόρθωσε» να μετατρέψει ένα τοπικό μπλακάουτ σε μια Βαλκανική χώρα σε ένα ράλι τιμών στη μισή Ευρώπη.
Η ανάγκη για την αναγνώριση των αστοχιών και την λήψη διορθωτικών μέτρων είναι άμεση. Σε μια εποχή που ο (αποκαλούμενος) Δυτικός Κόσμος δυσκολεύεται πολύ να βρει πεδίο συνεννόησης, τα υπόλοιπα κράτη (BRICS) έρχονται όλο και πιο κοντά με όρους τόσο οικονομίας όσο και γεωπολιτικής. Η πολυτέλεια της λήψης αποφάσεων με τους ράθυμους ρυθμούς της Ευρώπης δεν υφίσταται πλέον.
*Ο Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου, πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων και Διευθύνων Σύμβουλος ΓΕΩΕΛΛΑΣ ΑΜΜΑΕ