Ορισμένες από τις πιο υπερχρεωμένες κυβερνήσεις της Ευρώπης πλησιάζουν έναν οδυνηρό απολογισμό φέτος, καθώς οι φιλοδοξίες τους για μείωση του δανεισμού συγκρούονται με την πολιτική πραγματικότητα.
Μετά από χρόνια δαπανών χωρίς όρια, αφού η Γηραιά Ήπειρος αντιμετώπιζε την πανδημία και την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, το 2024 υποτίθεται πως θα σηματοδοτούσε ένα έτος για την αποκατάσταση των δημοσιονομικών.
Πάραυτα, ενώ οι περισσότερες χώρες θα σημειώσουν πρόοδο στον περιορισμό των ελλειμμάτων με τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων στήριξης για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, οι πιέσεις τόσο από τις νέες όσο και από τις υφιστάμενες δεσμεύσεις, καθώς και ο αντίκτυπος της αύξησης των επιτοκίων, πρόκειται τώρα να διατηρήσουν το δημόσιο χρέος σε υψηλά επίπεδα ή ακόμη και να το αυξήσουν σε μεγάλο μέρος της περιοχής.
Αυτό θα παγιδεύσει ορισμένες κυβερνήσεις μεταξύ των ψηφοφόρων τους και των επενδυτών. Το σκηνικό μιας πολιτικά ευαίσθητης χρονιάς, με τη διεξαγωγή των Ευρωεκλογών και πιθανότατα αλλαγή κυβέρνησης στο Ηνωμένο Βασίλειο, επιτείνει την πρόκληση.
Η Ιταλία, για παράδειγμα, έχει παραμείνει προσκολλημένη στις φοροαπαλλαγές της πανδημίας οι οποίες έχουν επιβαρύνει τον ισολογισμό της εδώ και χρόνια. Οι πολιτικές διαμάχες του κυβερνητικού συνασπισμού της Τζόρτζια Μελόνι είχαν επίσης ως αποτέλεσμα τη χαλάρωση της δημοσιονομικής της στάσης το 2023.
Στη Γαλλία, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν απέφυγε την επιβολή νέας νομοθεσίας για βαθύτερες περικοπές δαπανών που ζητούν ορισμένοι νομοθέτες της αντιπολίτευσης. Η υποβολή αναθεωρημένου νομοσχεδίου για τον προϋπολογισμό στο κοινοβούλιο θα προκαλούσε πιθανότατα ψήφο δυσπιστίας που θα μπορούσε να ρίξει την κυβέρνησή του.
Το μεγαλύτερο μακροπρόθεσμο πρόβλημα, όμως, είναι ότι δεν φαίνεται να υπάρχει μεγάλη όρεξη για εξορθολογισμό των προϋπολογισμών, ούτε κάποια συναίνεση επί του θέματος.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η πρώτη προτεραιότητα των ψηφοφόρων είναι η καταπολέμηση της φτώχειας και ακολουθεί η στήριξη της οικονομίας και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Μακροπρόθεσμα, όμως, οι πολλαπλές πιέσεις θα συνεχίσουν να συμπιέζουν τα δημοσιονομικά και να ασκούν πολιτικές πιέσεις στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα.
Μία από αυτές είναι η ανάγκη να διατεθούν πόροι για την άμυνα σε μια εποχή όπου η δέσμευση των ΗΠΑ να υπερασπιστούν την Ευρώπη φαίνεται να αμφιταλαντεύεται. Η χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης είναι μια άλλη άμεση ανάγκη, ενώ η γήρανση του πληθυσμού θα αυξήσει επίσης τους λογαριασμούς συντάξεων και υγείας.
Σημάδια έντασης εμφανίζονται ήδη, με τον Μακρόν την περασμένη εβδομάδα να ζητά αλλαγή στους κανόνες της Ε.Ε., οι οποίοι περιλαμβάνουν την επανέναρξη μιας ακανθώδους συζήτησης σχετικά με την εντολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η πρωτοφανής σύσφιξη της οποίας έχει αυξήσει σημαντικά το κόστος χρηματοδότησης της Γαλλίας.
Οι εντάσεις θα επηρεάσουν και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία είναι υπεύθυνη για την προώθηση των προσπαθειών της αποκατάστασης των δημοσιονομικών των ευρωπαϊκών χωρών.
Οι αξιωματούχοι της Κομισιόν πρόκειται να δημοσιεύσουν τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη και το χρέος της περιοχής σε δύο εβδομάδες, ενώ θα ακολουθήσει μια συζήτηση σχετικά με το πόσο αυστηρά θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την απόκλιση από τον κανόνα τους, βάσει του οποίου τα ελλείμματα πρέπει να περιοριστούν στο 3%.
Ενώ το βάρος πέφτει στις Βρυξέλλες οι οποίες καλούνται να τιμωρήσουν τις δημοσιονομικές ατασθαλίες, η λιτότητα θα μπορούσε να φρενάρει την πολύτιμη περιορισμένη ανάπτυξη που μπορεί να καταγράψει η Ευρώπη. Οι οικονομολόγοι της Allianz αναμένουν ήδη ότι η δημοσιονομική εξυγίανση θα μειώσει κατά μισή ποσοστιαία μονάδα την ευρωπαϊκή οικονομική ανάπτυξη τόσο το 2024 όσο και το 2025.