Η πρόσφατη κίνηση της ΕΚΤ να ανεβάσει τα επιτόκια του ευρώ για πρώτη φορά ύστερα από 11 χρόνια, τα έφερε πλέον στο μηδέν, από αρνητικά που ήταν προηγουμένως, και χαρακτηρίστηκε ως «υψηλού ρίσκου» από ορισμένους οικονομολόγους, οι οποίοι επισημαίνουν ότι η αύξηση του κόστους χρήματος ενισχύει τους φόβους οικονομικής ύφεσης.
Όμως, το δεύτερο «ημίχρονο» μεταξύ Βορείων και Νοτίων για την πορεία των επιτοκίων θα παιχτεί τον Σεπτέμβριο, οπότε αναμένεται νέα αύξηση επιτοκίων της Ευρωζώνης, ανάλογα με τις εξελίξεις στο μέτωπο του πληθωρισμού, αλλά θεωρείται βέβαιο ότι τα «γεράκια» θα πιέσουν και πάλι για μεγάλη αύξηση, όπως ήδη αφήνουν να εννοηθεί με δηλώσεις τους ορισμένοι εξ αυτών.
Οι εκπρόσωποι των χωρών του Νότου, ανάμεσά τους και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, αλλά και η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, που θεωρείται ότι ανήκει στα «περιστέρια», υποστήριζαν μικρότερη αύξηση, της τάξης του 0,25 της μονάδας, αλλά τελικά επικράτησε η άποψη των Βορείων, με προφανές αντάλλαγμα την υιοθέτηση του νέου μηχανισμού στήριξης των ομολόγων (TPI), στο πλαίσιο του οποίου η ΕΚΤ θα αγοράζει τα ομόλογα υπερχρεωμένων χωρών όταν χρειάζεται, για να κρατήσει σε λογικά επίπεδα το κόστος δανεισμού τους.
Η ιταλική κρίση
Η αγορά των ομολόγων θα γίνεται ύστερα από αίτημα της χώρας – μέλους, το οποίο θα εγκρίνει μόνη της η ΕΚΤ, γεγονός που σημαίνει ότι δεν θα χρειάζεται «μνημόνιο», όπως ζητούσαν οι σκληροπυρηνικοί της Ευρωζώνης, αν και θα υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις, όπως ο σεβασμός των δημοσιονομικών κανόνων, η απουσία μακροοικονομικών ανισορροπιών και η τήρηση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται με τα σχέδια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Το στοίχημα, βέβαια, της ΕΚΤ θα κριθεί στην πράξη, καθώς η μεγάλη αυτή αλλαγή στη νομισματική πολιτική συμπίπτει με την πολιτική κρίση που ξέσπασε στην Ιταλία μετά την παραίτηση Ντράγκι, η οποία αρχικά προκάλεσε ξεπούλημα των ιταλικών ομολόγων. Με τα δεδομένα αυτά, το ερώτημα είναι ποια κυβέρνηση θα σχηματιστεί στην Ιταλία και κατά πόσο η στάση της θα είναι συμβατή με τις προϋποθέσεις της ΕΚΤ, ώστε να υπάρξει στήριξη στα ιταλικά ομόλογα.
Το δεύτερο στοίχημα για την ΕΚΤ είναι κατά πόσο η αύξηση αυτή θα επιτύχει τον βασικό στόχο, που είναι να σταματήσει τον πληθωρισμό, χωρίς να σκοτώσει την οικονομική ανάπτυξη προκαλώντας ύφεση και ανεργία. Το πρόβλημα γίνεται δυσκολότερο για την ΕΚΤ, γιατί από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Fed έχει ήδη αυξήσει σημαντικά το επιτόκιό της.
Μπορεί δηλαδή η αύξηση της ΕΚΤ να ήταν η μεγαλύτερη από το 2002 και να αναμένεται νέα αύξηση επιτοκίου τον Σεπτέμβριο, αλλά τα επιτόκια του ευρώ δεν παύουν να είναι πολύ χαμηλότερα από εκείνα του δολαρίου, κάτι που σημαίνει ότι τα κεφάλαια στρέφονται στο αμερικανικό νόμισμα, οδηγώντας υψηλότερα την ισοτιμία του.
Το ευρώ είχε υποχωρήσει κάτω από το συμβολικό όριο του ένα προς ένα με το δολάριο, αλλά επανήλθε οριακά πάνω από αυτό μετά την αύξηση επιτοκίου.
Ωστόσο, το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα δεν παύει να κινείται σε χαμηλά 20ετίας σε σχέση με το αμερικανικό, γεγονός που ενισχύει τις πληθωριστικές πιέσεις μέσω των εισαγωγών που πληρώνονται σε δολάρια, κυρίως εκείνες της ενέργειας που αποτελούν και την αχίλλειο πτέρνα της Ευρωζώνης.
Με απλά λόγια, τα δεδομένα αυτά σημαίνουν ότι η ΕΚΤ βρίσκεται ανάμεσα σε διπλά πυρά: δεν μπορεί να μείνει αδρανής γιατί η αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου την υποχρεώνει να ακολουθήσει κι εκείνη για να υπερασπιστεί το ευρώ και να φρενάρει τις πληθωριστικές πιέσεις – κυρίως από την εισαγόμενη ενέργεια.
Ανεβάζοντας, όμως, τα επιτόκια διατρέχει τον κίνδυνο να φρενάρει την οικονομική δραστηριότητα προκαλώντας ύφεση και ανεργία, χωρίς όμως να σταματήσει τον πληθωρισμό.
Πολλοί αναλυτές, μάλιστα, επικαλούνται το «φάντασμα» του Ζαν-Κλοντ Τρισέ, του Γάλλου προέδρου της ΕΚΤ από το 2003 έως το 2011, ο οποίος ανέβασε το επιτόκιο του ευρώ στην πλέον ακατάλληλη στιγμή προκαλώντας -ή επιδεινώνοντας- την ύφεση στην οικονομία, δύο φορές στη διάρκεια της θητείας του – και τις δύο φορές με αφορμή την άνοδο των τιμών ενέργειας που προκάλεσε πληθωριστικές πιέσεις.
Η πρώτη φορά ήταν τον Ιούλιο του 2008, λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση της Lehman Brothers και το κραχ.
Η δεύτερη φορά ήταν στα μέσα του 2011, εν μέσω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, όταν η οικονομία της Ευρωζώνης μόλις είχε ανακάμψει, αλλά ο κ. Τρισέ ανέβασε το επιτόκιο και την ξαναβύθισε σε ύφεση.
Τον Τρισέ διαδέχθηκε ο Μάριο Ντράγκι, ο οποίος έσωσε το ευρώ με την περίφημη φράση «whatever it takes» και τη χαλαρή νομισματική πολιτική που κράτησε απρόσκοπτα μέχρι το τέλος.
Ίσως είναι σημείο των καιρών ότι το τέλος της χαλαρής αυτής νομισματικής πολιτικής συμπίπτει με την παραίτηση Ντράγκι, αυτή τη φορά από την πρωθυπουργία της Ιταλίας.