Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν ο μοναδικός ηγέτης στη σύνοδο κορυφής του NATO που "έσπασε" την κατά τα άλλα ομόφωνη γραμμή των "28" απέναντι στη Ρωσία, προκαλώντας την άμεση αντίδραση του Μπαράκ Ομπάμα, σύμφωνα με δημοσίευμα των "Financial Times".
Σύμφωνα με πληροφορίες της βρετανικής εφημερίδας που δημοσιεύει ο ΣΚΑΙ, στο επίσημο δείπνο της Παρασκευής ένας προς ένας οι ηγέτες της ισχυρότερης στρατιωτικής συμμαχίας στον κόσμο υποστήριξαν ότι πρέπει να σταλεί ένα ισχυρό μήνυμα στο Κρεμλίνο σχετικά με τη συμπεριφορά της Ρωσίαςστην Ανατολική Ευρώπη. Όταν όμως έλαβε τον λόγο, ο Έλληνας πρωθυπουργός διαφοροποιήθηκε, ζητώντας τον τερματισμό της αντιπαράθεσης με τη Μόσχα και συνεργασία με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Η πρόταση Τσίπρα προκάλεσε αμέσως την αντίδραση του προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος απέρριψε κατηγορηματικά την θέση του έλληνα πρωθυπουργού. Η διαφωνία μεταξύ των δύο ηγετών αποτυπώθηκε, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, και στην κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχαν το Σάββατο. Όταν ο κ. Τσίπρας μίλησε για την ανάγκη να λήξει ο πόλεμος στη Συρία, ο κ. Ομπάμα του απάντησε αιχμηρά ότι σε αυτό θα πρέπει να βοηθήσει και "ο φίλος σου ο Πούτιν".
Σύμφωνα πάντως με τους FT, παρά την κοινή γραμμή που τελικά υιοθέτησαν οι ηγέτες του NATO απέναντι στη Ρωσία, υπάρχουν ξεκάθαρα φωνές στην Ευρώπη που μιλούν για διαφορετική στρατηγική απέναντι στη Μόσχα. Πριν τη σύνοδο της Βαρσοβίας, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Φρανκ Βάλτερ Στάινμεϊερ κατηγόρησε το NATO ότι προκαλεί με τις πρόσφατες ασκήσεις που έκανε στην Πολωνία, ενώ την παραμονή της συνόδου ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ είπε ότι η Ρωσία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως εταίρος, κι όχι ως εχθρός.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εδώ και καιρό προκρίνουν αναθεώρηση των οικονομικών-εμπορικών κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία λόγω της ουκρανικής κρίσης. Παρόμοια γραμμή ακολουθούν η Ιταλία και η Ουγγαρία, που ούτως ή άλλως έχει πιο φιλορωσική στάση. Οι κυρώσεις έχουν παραταθεί έως το τέλος του 2016, όμως δεν αποκλείεται το φθινόπωρο να υπάρξει μία πρώτη σοβαρή επανεξέταση της ευρωπαϊκής γραμμής.