Αποκαλυπτική είναι μια νέα έρευνα της Διεθνούς Σύμπραξης Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) με τη συνεργασία 108 Μέσων Ενημέρωσης από ολόκληρο τον κόσμο για το ξέπλυμα χρήματος μέσω μεγάλων τραπεζών.
Η έρευνα αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο κλείνουν τα μάτια οι μεγάλες παγκόσμιες τράπεζες στις κινήσεις του βρώμικου χρήματος.
Η έρευνα βασίζεται στην εξέταση περισσότερων από 2.100 «αναφορών ύποπτης δραστηριότητας» (SAR), που υποβλήθηκαν από τράπεζες ολόκληρου του κόσμου στο Δίκτυο Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων (FinCen), μια Αρχή που υπάγεται στο αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, και διέρρευσαν στον αμερικανικό ιστότοπο BuzzFeed News.
Συνολικά, οι απόρρητες αυτές αναφορές αποκαλύπτουν έναν όγκο ύποπτων συναλλαγών που αγγίζουν τα 2,1 τρισεκατομμύρια δολάρια, στη διάρκεια μιας περιόδου σχεδόν είκοσι χρόνων, από το 1999 έως το 2017.
Και δείχνουν πως οι τράπεζες, που διασφαλίζουν το μεγαλύτερο κομμάτι των διεθνών χρηματοοικονομικών συναλλαγών, επιτρέπουν ενίοτε την παθητική κυκλοφορία, μέσα από τους τραπεζικούς λογαριασμούς ατόμων ή εταιρειών που δεν έχουν καταφέρει να ταυτοποιήσουν, κεφαλαίων που ενδέχεται να έχουν προκύψει από ξέπλυμα και να οφείλονται σε παράνομες δραστηριότητες (φοροδιαφυγή, έσοδα από εγκληματικές δραστηριότητες, ναρκεμπόριο, εμπόριο όπλων, παράνομο εμπόριο έργων τέχνης και ούτω καθεξής).
Τα FinCen Files, όπως έχουν ήδη γίνει γνωστά, αποκαλύπτουν πιο συγκεκριμένα πως τουλάχιστον πέντε μεγάλες τράπεζες – η JPMorgan, η HSBC, η Standard Chartered Bank, η Deutsche Bank και η Bank of New York Mellon – απέτυχαν να αναχαιτίσουν ορισμένες παράνομες μεταφορές κεφαλαίων, σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και αφού τους επιβλήθηκαν πρόστιμα και αφού δεσμεύτηκαν ενώπιον της Δικαιοσύνης να ενισχύσουν τους ελέγχους τους.
Η HSBC, για παράδειγμα, αναγνώρισε το 2012 πως είχε «ξεπλύνει» σχεδόν 900 εκατομμύρια δολάρια για τα νοτιοαμερικανικά καρτέλ των ναρκωτικών: της επιβλήθηκε πρόστιμο, 1,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων και η τράπεζα δεσμεύτηκε να συμμετάσχει ενεργά στη μάχη κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Ωστόσο, τα FinCen Files δείχνουν πως συνέχισε να διαχειρίζεται χρήματα ρώσων υπόπτων για ξέπλυμα και να μεταφέρει κεφάλαια για λογαριασμό μιας εταιρείας που εμπλέκεται σε μια απάτη τύπου πυραμίδας Ponzi στις ΗΠΑ.
Από την πλευρά της, η μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα, η JPMorgan Chase, επέτρεψε την κυκλοφορία περισσότερων από 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ξεκάθαρα ύποπτης προέλευσης, για λογαριασμό του Πολ Μάναφορτ, του πρώην διευθυντή της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ – που καταδικάστηκε τον Μάρτιο του 2019 σε 47 μήνες φυλάκιση για τραπεζική και φορολογική απάτη.
Και οι «αναφορές ύποπτης δραστηριότητας» που διέρρευσαν δεν εκπροσωπούν παρά μόλις ένα 0,02% των συνολικών αναφορών που υποβλήθηκαν στο FinCen την αντίστοιχη περίοδο.