Η ολοκλήρωση της τελικής αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος και τα συνοδευτικά μέτρα για το χρέος βελτιώνουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, αναφέρει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch σε ανάλυσή του. Τα μέτρα αυτά, σημειώνει, «είναι σε γενικές γραμμές ευθυγραμμισμένα με τις προσδοκίες μας, όταν αναβαθμίσαμε το αξιόχρεο της Ελλάδα σε Β με θετικές προοπτικές τον Φεβρουάριο».
«Το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας των 24,1 δισ. ευρώ και η επιμήκυνση των περιόδων αποπληρωμής των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κατά ακόμη 10 έτη αναμένεται να στηρίξουν την πρόσβαση στις αγορές μετά το πρόγραμμα και τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του χρέους προς τους ιδιώτες πιστωτές. Περιμένουμε ότι η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους θα βελτιωθεί με τα μέτρα αυτά, σε συνδυασμό με τη διατηρήσιμη αύξηση του ΑΕΠ, τους μειωμένους πολιτικούς κινδύνους, το ιστορικό των πρωτογενών πλεονασμάτων και δημοσιονομικά μέτρα που θα εφαρμοσθούν έως το 2020», σημειώνει ο οίκος, αναφέρει το protothema.
Η ανακοίνωση του Eurogroup «είναι συνεπής με την προσδοκία μας για μία "υβριδικά καθαρή" έξοδο από το πρόγραμμα με σημαντικούς όρους πολιτικής αναφέρει ο Fitch. «Το δεύτερο κατά σειρά δημοσιονομικό πλεόνασμα της Ελλάδας πέρυσι έδειξε τη δέσμευση των Αρχών στη δημοσιονομική προσαρμογή. Το εγχώριο πολιτικό πλαίσιο έχει γίνει πιο σταθερό και η σχέση εργασίας της Ελλάδας με τους Ευρωπαίους πιστωτές έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, μειώνοντας τον κίνδυνο σημαντικών αντιστροφών στις πολιτικές».
«Παρά ταύτα, οι μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις πρέπει να διατηρούν πρωτογενή πλεονάσματα για ένα πολύ μεγάλο διάστημα και αυτό μπορεί να δημιουργήσει πολιτικές δυσκολίες. Μπορεί να υπάρξουν κάποιες μερικές αντιστροφές πολιτικών στο μέλλον ή οι δημοσιονομικοί στόχοι να χαλαρώσουν, καθώς ο διάλογος συνεχίζεται μεταξύ της Ελλάδας και των δημόσιων πιστωτών της», σημειώνει ο Fitch.
O οίκος αναφέρει ότι η συμφωνία στο Eurogroup σημειώθηκε στο πλαίσιο ενός βελτιούμενου μακροοικονομικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα. «Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, η βιομηχανική παραγωγή και η εύρωστη αύξηση της απασχόλησης στηρίζουν την ανάκαμψη, αν και η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική περιορίζει την κατανάλωση των νοικοκυριών», αναφέρει ο οίκος.
Το πραγματικό ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο αυξήθηκε 2,3% σε ετήσια βάση και ο δείκτης οικονομικού κλίματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αυξήθηκε σε υψηλό επίπεδο τριών ετών στο πρώτο πεντάμηνο του έτους. Το πρωτογενές πλεόνασμα της κεντρικής κυβέρνησης στο πρώτο πεντάμηνο ήταν 1,4 δισ. ευρώ υψηλότερο του στόχου, κυρίως λόγω της υπεραπόδοσης των εσόδων και των χαμηλότερων δαπανών για δημόσιες επενδύσεις. «Ωστόσο, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει προκλήσεις, τις οποίες στοχεύουν να αντιμετωπίσουν οι δεσμεύσεις πολιτικής στο μετά το πρόγραμμα πλαίσιο», σημειώνει ο οίκος, ενώ προσθέτει ότι η επόμενη προγραμματισμένη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας είναι προγραμματισμένη για τις 10 Αυγούστου.