Αμετάβλητη στη βαθμίδα "ΒΒ" διατήρησε εκ νέου την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας ο αμερικανικός οίκος αξιoλόγησης Fitch, ενώ το outlook παραμένει "θετικό", σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιοποίησε αργά το βράδυ της Παρασκευής. Παράλληλα, "βλέπει" ανάπτυξη 5,5% για την ελληνική οικονομία το 2022, ενώ εκτιμά πως η οικονομική δραστηριότητα θα παραμείνει στάσιμη κατά το α' εξάμηνο του 2023 και συνολικά στο έτος θα υπάρξει ήπια ύφεση της τάξης του 0,2%.
Οι εκτιμήσεις της Fitch για τα δημόσια οικονομικά κάνουν λόγο για πρωτογενές έλειμμα φέτος και το 2023 (-2,2% και -0,9% του ΑΕΠ, αντίστοιχα), ενώ το 2024 θα υπάρξει μικρό πλεόνασμα.
Όσον αφορά τον τραπεζικό κλάδο, η Fitch αναμένει ότι ο δείκτης NPL θα μειωθεί σε μεσαία μονοψήφια επίπεδα το 2023, ενώ αναθεώρησε ανοδικά τις εκτιμήσεις της για τον πληθωρισμό για φέτος, στο 9,8% από το 7,3% που είχε προβλέψει τον Ιούλιο.
Αναλυτικά:
Χρέος
Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ξεπερνά κατά πολύ τους μέσους όρους των κρατών που βρίσκονται στις βαθμίδες "ΒΒ" και "ΒΒΒ". Οι αξιολογήσεις στην διακυβέρνηση και οι δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης συγκαταλέγονται στους υψηλότερους μεταξύ των κρατών που βρίσκονται κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Αυτά τα πλεονεκτήματα αντισταθμίζονται από τα απότοκα της κρίσης δημόσιου χρέους, δηλαδή τα υψηλά επίπεδα δημόσιου και εξωτερικού χρέους και το ακόμη υψηλό, αν και μειώνεται με γρήγορους ρυθμούς, επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs). Όπως επισημαίνει ο αμερικανικός οίκος, οι θετικές προοπτικές εδράζονται στην αναμενόμενη μείωση του χρέους του δημόσιου τομέα, στο ακόμη χαμηλό κόστος δανεισμού, και στην αναμενόμενη -σε ορισμένο βαθμό- ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, παρά την επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών για τις χώρες της Ευρωζώνης τους τελευταίους μήνες.
Οι προβλέψεις της Fitch για τα δημοσιονομικά δείχνουν μια σταθερή μείωση του λόγου δημόσιου χρέους/ΑΕΠ έως το 2024. Συγκεκριμένα αναμένει υποχώρηση του δημοσίου χρέους στο 175,4% έως το τέλος του 2022, χαμηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδά του, και κάτω από το 193,3 % στο τέλος του 2021. Στη συνέχεια, ο δείκτης θα μειωθεί στο 174,4%, για να φτάσει στο 170,4% στο τέλος του 2024, καθώς θα υπάρξει επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα. Το δημόσιο χρέος το 2024 εξακολουθεί να εκτιμάται πως θα συγκαταλέγεται στα υψηλότερα από τις χώρες που αξιολογεί η Fitch και 3 φορές πάνω από τον μέσο όρο της βαθμίδας "BB".
Παράλληλα, ο οίκος επισημαίνει πως υπάρχουν παράγοντες που στηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Το απόθεμα ρευστότητας της Ελλάδας είναι σημαντικό (προβλέπεται ότι θα είναι κοντά στο 17% του ΑΕΠ στο τέλος του έτους), ενώ η ευνοϊκή δομή του μεγαλύτερου τμήματος του ελληνικού χρέους σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του είναι χαμηλό και τα χρονοδιαγράμματα απόσβεσης είναι διαχειρίσιμα. Οι προτεινόμενες αλλαγές από τη Eurostat θα οδηγήσουν τις εγγυήσεις προς τις τράπεζες μέσω του Ηρακλή να συμπεριληφθούν στο χρέος γενικής κυβέρνησης. Αυτό θα αυξήσει το ύψος του χρέους κατά 13,8 δισ. ευρώ (8,8% του προβλεπόμενου ΑΕΠ για το 2022).
Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν περαιτέρω τους τελευταίους τρεις μήνες, με την απόδοση του 10ετούς να βρίσκεται λίγο κάτω από το 5,0% στα τέλη Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, ο λόγος τόκων προς έσοδα θα αυξηθεί μόνο σταδιακά σε περίπου 6% το 2024 ("ΒΒ" διάμεση πρόβλεψη: 9,0%). Η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους είναι από τις μεγαλύτερες από κάθε άλλο κράτος, περίπου στα 19 έτη. Επιπλέον, τα επιτόκια είναι ως επί το πλείστον σταθερά, περιορίζοντας τον αντίκτυπο των αυξήσεων των επιτοκίων.
Προϋπολογισμός
Το καθαρό κόστος για τον φετινό προϋπολογισμό από τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης για τον μετριασμό του αντίκτυπου της ενεργειακής κρίσης ανέρχεται σε περίπου 4,5 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου στο 2,2% του προβλεπόμενου ΑΕΠ. Το συνολικό ποσό της κυβερνητικής στήριξης είναι περίπου τέσσερις φορές υψηλότερο, αλλά αντισταθμίζεται από έναν μηχανισμό επιστροφής (clawback) που αφορά τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Η ενίσχυση των εσόδων και η άρση των μέτρων στήριξης για την πανδημία του κορονοϊού σημαίνουν ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί φέτος στο 4,5% του ΑΕΠ από 7,4% το 2021.
Το σχέδιο προϋπολογισμού του 2023 προβλέπει μέτρα διακριτικής ευχέρειας με κόστος που εκτιμάται από την κυβέρνηση στα 3,2 δισ. ευρώ (περίπου 1,5% του προβλεπόμενου ΑΕΠ). Το ασθενέστερο μακροοικονομικό περιβάλλον και τα νέα μέτρα που αυξάνουν το έλλειμμα έκαναν τον αμερικανικό οίκο να αναθεωρήσει προς τα πάνω την πρόβλεψή του για το έλλειμμα του 2023 σε 3,5% του ΑΕΠ, από 2,4% τον Ιούλιο. Με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας το 2024, το έλλειμμα θα μειωθεί στο 2,3%.
Οι εκτιμήσεις του οίκου για τα δημόσια οικονομικά κάνουν λόγο για πρωτογενές έλειμμα φέτος και το 2023 (-2,2% και -0,9% του ΑΕΠ, αντίστοιχα) ενώ το 2024 θα υπάρξει μικρό πλεόνασμα. Ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης προβλέπει επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023. Οι πιο απαισιόδοξες μακροοικονομικές προοπτικές του οίκου είναι ο κύριος παράγοντας αυτής της διαφοράς. Ένας βασικός κίνδυνος για τα δημόσια οικονομικά είναι ότι οι υψηλότερες του αναμενομένου τιμές ενέργειας θα έχουν και περαιτέρω αυξήσεις των επιδοτήσεων, ιδίως ενόψει των βουλευτικών εκλογών που θα διεξαχθούν έως τον Ιούλιο του 2023.
Ανάπτυξη 5,5% φέτος, ύφεση -0,2% το 2023
Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε με ρυθμό 8,4% το α' εξάμηνο σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021. Οι μακροοικονομικές προοπτικές επιδεινώθηκαν σημαντικά τους τελευταίους μήνες, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να ωθεί ανοδικά τις τιμές της ενέργειας και να επηρεάζει την εμπιστοσύνη, ενώ ο υψηλός πληθωρισμός πλήττει τα πραγματικά εισοδήματα και τη δυναμική της κατανάλωσης. Ο οίκος αναμένει πλέον πλήρη ή σχεδόν πλήρη διακοπή της παροχής ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Παρά την επιβράδυνση της δραστηριότητας το β' εξάμηνο του 2022, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ για φέτος αναμένεται να φτάσει στο 5,5%. Η οικονομική δραστηριότητα θα παραμείνει στάσιμη κατά το α' εξάμηνο του επόμενου έτους, πριν αναπτυχθεί κατά το β' εξάμηνο. Ο οίκος σημειώνει ακόμη ότι αναμένεται αρνητικός ρυθμός ανάπτυξης για το ΑΕΠ το 2023 (-0,2%). Η ανάκαμψη αναμένεται να παγιωθεί περισσότερο το 2024, με σταθερή ανάπτυξη καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, που συνεπάγεται ετήσια αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 1,8%.
Βελτιώσεις του τραπεζικού κλάδου και κίνδυνοι
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον τραπεζικό κλάδο συνέχισαν να μειώνονται με σταθερό ρυθμό, με το συνολικό δείκτη NPL να διαμορφώνεται στο 10% το β' τρίμηνο του 2022, από 20,4% πέρυσι. Η πτώση οφείλεται στις τιτλοποιήσεις και στις πωλήσεις από τις τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες, με κίνητρα από το πρόγραμμα "Ηρακλής".
Ο οίκος αναμένει ότι ο δείκτης NPL θα μειωθεί σε μεσαία μονοψήφια επίπεδα το 2023. Οι καθοδικοί κίνδυνοι έχουν αυξηθεί ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών προοπτικών, αν και η κυβερνητική στήριξη προς τους δανειολήπτες που πλήττονται περισσότερο, μεταξύ άλλων μέσω των επιδοτήσεων για την ενέργεια, αναμένεται να περιορίσει τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις στην ποιότητα του ενεργητικού. Οι καθαρές πιστωτικές ροές προς τον ιδιωτικό τομέα παραμένουν μέτριες και αρνητικές για τα νοικοκυριά, παρά την ισχυρή δυναμική όσον αφορά τις τιμές των οικιστικών ακινήτων τα τελευταία χρόνια.
Μεταρρυθμίσεις, ευρωπαϊκά Ταμεία και ανάπτυξη
Οι ελληνικές αρχές έχουν προβεί σε μια σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε διάφορους τομείς της οικονομίας τα τελευταία χρόνια (αδειοδότηση επενδύσεων, φορολογία ακινήτων, πλαίσιο αφερεγγυότητας, αγορά εργασίας), καθώς και στο πλαίσιο της εφαρμογής του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο προβλέπει ένα κεφάλαιο δαπανών ύψους περίπου 31 δισ. ευρώ (περίπου 15% του προβλεπόμενου ΑΕΠ του 2022). Είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος αυτών των μεταρρυθμίσεων στη μεσοπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη, αλλά, όπως αναφέρει ο οίκος, αυτό υπογραμμίζει ένα ιστορικό εποικοδομητικής σχέσης με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Εξάλλου, στις 20 Αυγούστου, η Ελλάδα βγήκε από το πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σημειώνει η Fitch.
Πληθωριστικές πιέσεις
Ο ετήσιος Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (HICP) αυξήθηκε φέτος από 5,5% τον Ιανουάριο σε 11,6% τον Μάιο, πριν υποχωρήσει ελαφρώς. Ο οίκος αναμένει ότι ο πληθωρισμός θα κυμανθεί κατά μέσο όρο στο 9,8% φέτος (αναθεωρημένος από το 7,3% που είχε εκτιμηθεί τον Ιούλιο) και επίσης αναμένει ότι οι τιμές θα επιμείνουν το επόμενο έτος, όταν ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού εκτιμάται πως θα είναι στο 4,5% (αναθεωρημένος από το 1,8%).
Ο αμερικανικος οίκος αναμένει μεγάλη επιβράδυνση του πληθωρισμού το 2024. Οι υψηλές τιμές της εισαγόμενης ενέργειας θα οδηγήσουν σε επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών φέτος, παρά τη θετική επίδραση της τουριστικής περιόδου στο ισοζύγιο υπηρεσιών. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε σε 9,7 δισ. ευρώ στο επτάμηνο, έναντι 6,8 δισ. ευρώ πέρυσι. Για ολόκληρο το έτος ο οίκος εξακολουθεί να αναμένει έλλειμμα 6,5% του ΑΕΠ, υψηλότερα από τη μέση εκτίμηση για τις χώρες που βρίσκονται στη βαθμίδα "ΒΒ" (έλλειμμα 4%). Το έλλειμμα αναμένεται να συρρικνωθεί στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2024.
Παράγοντες που θα μπορούσαν, κατά μόνας ή συνολικά, να οδηγήσουν σε υποβάθμιση της αξιολόγησης:
- Δημόσια οικονομικά: Αποτυχία μείωσης του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα, λόγω υψηλότερων του αναμενόμενου ελλειμμάτων ή αδύναμων οικονομικών επιδόσεων.
- Μακροοικονομικά: Νέα αρνητικά σοκ στην ελληνική οικονομία που θα επηρεάσουν την οικονομική ανάκαμψη ή τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή προοπτική της Ελλάδας.
- Διαρθρωτικά χαρακτηριστικά: Δυσμενείς εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα που θα αυξήσουν τους κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά και την πραγματική οικονομία.
Παράγοντες που θα μπορούσαν, κατά μόνας ή συνολικά, να οδηγήσουν σε αναβάθμιση της αξιολόγησης:
- Δημόσια οικονομικά: Μείωση του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ με ώθηση τα πρωτογενή πλεονάσματα και την ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ.
- Διαρθρωτικά χαρακτηριστικά: Συνεχής πρόοδος στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού από τις συστημικές τράπεζες, σε συνάφεια με την επιτυχή ολοκλήρωση των συναλλαγών τιτλοποίησης και τις χαμηλότερες χρεώσεις απομείωσης που ενδεχομένως να οδηγήσει σε βελτιωμένη παροχή πιστώσεων στον ιδιωτικό τομέα.
- Μακροοικονομικά: Ανθεκτικότητα της οικονομίας σε σοκ, όπως για παράδειγμα η περιφερειακή ενεργειακή κρίση, ή βελτίωση της μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής δυναμικότητας και της επίδοσης.
Μετά τη Fitch, η επόμενη προγραμματισμένη αξιολόγηση από οίκο είναι η δεύτερη αξιολόγηση της S&P στις 21 Οκτωβρίου.