Το τελευταίο διάστημα και αμέσως μετά την εκλογή του Τζο Μπάιντεν, ειδικοί σε θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, συζητούν εντατικά πως πρέπει να χειριστεί το πρόβλημα «Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν» ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ, θεωρώντας ότι το ζήτημα της Τουρκίας πρέπει να είναι ψηλά στην ατζέντα του.
Μόνο μέσα στο 2020 ο Ερντογάν εξαπέλυσε πογκρόμ κατά εγχώριων ΜΜΕ, Κούρδων πολιτικών και αντιφρονούντων ακτιβιστών, όπως ο επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος Οσμάν Καβαλά, ενώ ώθησε την Τουρκία σε τρεις στρατιωτικές επεμβάσεις στη Συρία, τη Λιβύη και το Ναγκόρνο Καραμπάχ στο πλευρό του Αζερμπαϊτζάν. Ορισμένοι απ’ τους ειδικούς αυτούς εκτιμούν ότι ο Μπάιντεν θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να χειριστεί έξυπνα και χωρίς να απομακρύνει τον Ερντογάν, ώστε να σταθεροποιήσει το ανατολικό κέρας του ΝΑΤΟ και να μην ωθήσει ακόμη περισσότερο την Τουρκία στον σφικτό εναγκαλισμό του Βλαντίμιρ Πούτιν. Είναι όμως, όντως, υποχρεωμένες οι ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν μαλακά την Τουρκία του Ερντογάν; διερωτάται το Forbes.
«Φθίνει» η στρατηγική σημασία της Τουρκίας για τις ΗΠΑ
Ο ιστορικός ρόλος της Τουρκίας για τη Δύση ήταν να λειτουργεί ως ανάχωμα ανάμεσα στη σοβιετική ισχύ και την ευάλωτη, πλούσια σε πετρέλαια Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο. Αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει, επισημαίνει στην ανάλυσή του για το Forbes ο Μελίκ Καϊλάν. Σταδιακά το εισαγόμενο πετρέλαιο χάνει τη στρατηγική του σημασία, ακόμη και για την Ευρώπη, που θα μπορέσει να ξεπεράσει με τη βοήθεια της Αμερικής τις δυσκολίες των χρόνων μετάβασης. Ως εκ τούτου η σημασία της Μέσης Ανατολής υποβαθμίζεται όπως και ο ρόλος της Τουρκίας του Ερντογάν ως φρουρού. Ακόμη κι η ίδια η σταθερότητα της Τουρκίας μετρά λιγότερο – εκτός αν υπάρξει κίνδυνος να λειτουργήσει ως χοάνη προσφυγικών ροών, πράγμα που δεν συνιστά πλέον τόσο μεγάλο πρόβλημα πλέον. Από την άλλη πλευρά ένας από τους βασικότερους συμμάχους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, το Ισραήλ, μπορεί να διαφυλάξει μόνο του την ασφάλεια και τα συμφέροντά του, άρα γιατί η Ουάσιγκτον να αντιμετωπίσει με το γάντι την Άγκυρα;
Οι ανοικτά εχθρικές πολιτικές της Δύσης έναντι της Τουρκίας είναι αλήθεια ότι θα εδραιώσουν τη θέση του Ερντογάν στο εσωτερικό της χώρας του. Από την άλλη, όμως, οι ΗΠΑ και οι Ευρώπη χρησιμοποιούνται συχνά ως «σκιάχτρα» από Τούρκους πολιτικούς, όπως έκανε πρόσφατα ο πρώην πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου που κατηγόρησε τον Ερντογάν για αδύναμη διπλωματία, που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ, αντί να ορθώσει σθεναρά το ανάστημά του απέναντί τους, λέει ο αναλυτής του Forbes. «Αυτό που θέλω να πω είναι ότι οι ΗΠΑ, ό,τι κι αν κάνουν, θα είναι αποδιοπομπαίος τράγος για την Τουρκία. Άρα δεν έχουν και πολλά να χάσουν με μια σθεναρή στάση απέναντί της. Από την άλλη εγείρεται το ερώτημα: “αν η Τουρκία δεν είναι τόσο σημαντική από στρατηγικής άποψης, γιατί να μπουν οι ΗΠΑ στη διαδικασία των τιμωρητικών πολιτικών και ποιές θα πρέπει να είναι αυτές;”».
Οι οικονομικές κυρώσεις που «δαγκώνουν»
Τίποτε δεν πρόκειται να κλονίσει περισσότερο τον Ερντογάν από μια ελεύθερη πτώση της τουρκικής οικονομίας, όπως αποδείχθηκε όταν ο Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε κυρώσεις το 2018 στην Άγκυρα για την υπόθεση της φυλάκισης του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον, που κατηγορήθηκε για υπόθαλψη τρομοκρατίας. Οι κυρώσεις πυροδότησαν νομισματική κρίση και μια οδυνηρή ύφεση στην οικονομία. Και τίποτε, συνεχίζει ο Καϊλάν, δεν πρόκειται να μεταστρέψει την άποψη της τουρκικής κοινής γνώμης για τις λαϊκιστικές στρατιωτικές του περιπέτειες στο εξωτερικό, όσο η κατάρρευση της οικονομίας. «Ο Ερντογάν διέταξε πρώτα την επιχείρηση στη Συρία και τώρα οι δρόμοι της Τουρκίας είναι κατάμεστοι με απελπισμένους Σύριους πρόσφυγες. Κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χάσει το κόμμα του τις σημαντικότατες δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη. Κι ανάλογα με το πως θα εξελιχθούν τα πράγματα οι Τούρκοι είτε θα θυμούνται τους αιώνες της οθωμανικής αυτοκρατορικής ισχύος είτε αντίθετα τη μακρά παρακμή της που κατέστησε προτιμητέο τον απομονωτισμό της Τουρκικής Δημοκρατίας. Ως εκ τούτου, στην ανάγκη οι οικονομικές κυρώσεις θα αποδώσουν κατά του Ερντογάν», σημειώνει.
Το έντονο φλερτ του Ερντογάν με τη Μόσχα ίσως καταστήσει αναγκαίες αυτές τις κυρώσεις, αλλά τα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας και της Τουρκίας είναι τόσο αντικρουόμενα, που εύκολα μπορούν να αποσταθεροποιηθούν οι σχέσεις τους. Εξίσου διαμετρικά αντίθετοι είναι κι οι στρατηγικοί στόχοι της Άγκυρας και της Τεχεράνης. Κι αν συνεχίσει ο Ερντογάν την προβολή ισχύος στη Μεσόγειο, ίσως πυροδοτήσει τιμωρητικά μέτρα εναντίον της Τουρκίας, αλλά γι’ αυτό θα χρειαζόταν να κινητοποιήσουν οι ΗΠΑ την παραλυμένη ΕΕ, υπογραμμίζει ο αναλυτής του Forbes. Και καταλήγει: «Η αλήθεια είναι ότι αν ευθυγραμμιζόταν ο Ερντογάν με το ΝΑΤΟ και τα δυτικά συμφέροντα καμία από τις κινήσεις του στο εξωτερικό δεν θα ωθούσε σε σκληρά αντίμετρα, αν και θα τα έφερνε πιο κοντά. Αλλά το κύμα καταστολής στο εσωτερικό [ της Τουρκίας] σε συνδυασμό με τον τυχοδιωκτισμό του στο εξωτερικό, οι πύραυλοι S-400, η ενθάρρυνση ισλαμιστικών ομάδων, το φλερτ με το μπλοκ των αυταρχικών καθεστώτων, όλα αυτά προσδίδουν καθεστώς αντιπάλου χώρας στην Τουρκία. Ο Λευκός Οίκος του Μπάιντεν πιθανότατα θα αντιμετώπιζε σθεναρά τον Ερντογάν, αλλά η ανάγκη ανοικοδόμησης θεσμών εξωτερικών υποθέσεων θα τον κρατήσει για λίγο απασχολημένο».