Με αφορμή τις πρόσφατες σχετικές ανακοινώσεις της Κυβέρνησης και την ανάληψη του ΥΠΟΙΚ από τον κ. Πιερρακάκη, σκέφτηκα να αναδημοσιεύσω / αναπτύξω λεπτομερώς μερικά από όσα αναφέρονται στο βιβλίο μου The Warren Buffett Paradox and its Solution.
Όλοι κατανοούν ότι, η πληρωμή φόρου, συνεπάγεται μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Με άλλη διατύπωση: τον φόρο τον επωμίζεται αυτός ή επιβαρύνει αυτόν που τον ΠΛΗΡΩΝΕΙ. .
Του Συμεών Ρωμύλου
Ως γνωστόν, αυτό δεν ισχύει όταν αυτός που πληρώνει έναν φόρο, τον χειρίζεται ως ΚΟΣΤΟΣ κάποιου αγαθού που πρόκειται να πωλήσει. Αυτόν τον φόρο ούτε τον επωμίζεται αυτός, ούτε επιβαρύνει αυτόν που τον πληρώνει. ΕΜΜΕΣΩΣ, τον επωμίζεται αυτός ή επιβαρύνει αυτόν που αγοράζει το αγαθό.
Έτσι, οι πρώτοι ονομάζονται «άμεσοι», επειδή πληρώνονται στο κράτος άμεσα, χωρίς την μεσολάβηση τρίτου, και οι δεύτεροι «έμμεσοι».
Οι δύο πιο σημαντικοί άμεσοι φόροι είναι ο φόρος στα εισοδήματα από εργασία και ο φόρος στα κέρδη των επιχειρήσεων.
Προφανώς, όσο μεγαλύτερο το εισόδημα ή το κέρδος τόσο μεγαλύτερος ο φόρος, τόσο μεγαλύτερη η συνεισφορά του στα κρατικά έσοδα. Ως γνωστόν, αυτό θεωρείται ότι λειτουργεί και ως μηχανισμός αναδιανομής του εισοδήματος.
Όμως, το αποτέλεσμα κάθε αναδιανομής είναι ότι κάποιοι καταλήγουν με λιγότερα και κάποιοι με περισσότερα από όσα είχαν πριν την αναδιανομή. Προφανώς, εν προκειμένω, το εισόδημα των φτωχότερων δεν αυξάνει, απλώς μειώνεται λιγότερο από όσο θα μειωνόταν εάν το κράτος χρέωνε τις υπηρεσίες του προς τους πολίτες ασχέτως προς το μέγεθος του εισοδήματός τους.
Τα φορολογικά συστήματα είναι de facto συστήματα αναδιανομής και επειδή οι φόροι που κάθε πολίτης επωμίζεται ή τον επιβαρύνουν δεν αντιστοιχούν στην αξία των κρατικών υπηρεσιών που εκείνος χρησιμοποιεί. (π.χ., ο άτεκνος δεν ωφελείται από το εκπαιδευτικό σύστημα.)
Όμως, πέραν αυτών, πόσο διαφορετικά λειτουργούν οι άμεσοι από τους έμμεσους φόρους;
Δυστυχώς, ο φόρος στο εισόδημα από εργασία και ο φόρος στα κέρδη των επιχειρήσεων, ενώ πληρώνονται από τους εργαζόμενους ή τις επιχειρήσεις, αντιστοίχως, τελικά, λειτουργούν ως κόστος που αυξάνει τίς τιμές πώλησης των προϊόντων, και συνεπώς, λειτουργούν ακριβώς όπως οι έμμεσοι φόροι! Ναι, σωστά το καταλάβατε!
Η παρανόηση γεννήθηκε (και παραμένει παγκοσμίως!) επειδή, για να καθοριστεί το ακριβές ποσό του φόρου, πρέπει πρώτα να καθοριστεί το ακριβές ποσό του εισοδήματος από εργασία ή από κέρδη, αντιστοίχως. Αυτά, όμως, ως γνωστόν, καθορίζονται στο τέλος του φορολογικού έτους. Πώς, λοιπόν, θα ήταν δυνατόν να έχουν ήδη λειτουργήσει ως κόστος για αγαθά που έχουν ήδη πουληθεί και πιθανότατα ήδη καταναλωθεί; Ιδού πώς:
Η εργασία που «αγοράζουν» οι επιχειρήσεις είναι για αυτές κόστος (παραγωγής ή μεταπώλησης) συνεπώς αυξάνει τις τιμές πώλησης με το ποσό που καταβάλλουν στους εργαζόμενους, τον μεικτό μισθό,
Βεβαίως, ο «φόρος που παρακρατήθηκε» σπανίως είναι ακριβώς ίσος με τον «φόρο που αναλογεί», οπότε, τελικά, ο εργαζόμενος πληρώνει και το κράτος εισπράττει κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο από το ποσό που κοστολογήθηκε και αύξησε τις τιμές.
Έτσι, το ποσό που εισπράττει το κράτος από τον εργαζόμενο ως φόρο εισοδήματος ποτέ δεν είναι ακριβώς ίσο με το ποσό που αύξησε τις τιμές των αγαθών!
Αυτό όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι, κάθε φόρο, που είναι κόστος πωλούμενου, προφανώς, τον επωμίζεται αυτός ή επιβαρύνει αυτόν που αγοράζει το πωλούμενο, όχι αυτόν που τον πληρώνει. Δηλαδή ΟΛΟΙ οι φόροι που περιλαμβάνονται στο κόστος πώλησης ενός προϊόντος/υπηρεσίας καταλήγουν να λειτουργούν όπως οι έμμεσοι φόροι.
Όταν κάποιος αναζητεί εργασία, η «τιμή» που επιδιώκει για να «πουλήσει» το «προϊόν» του, την εργασία του, είναι πάντοτε μετά από τον φόρο, που είναι βέβαιος ότι θα πληρώσει, παρόλο που δεν γνωρίζει το ακριβές μέγεθός του. Τα χρήματα που μπορεί να δαπανήσει για την ικανοποίηση των αναγκών του, είναι οι μετά από φόρους αποδοχές του.
Βεβαίως, αυτά που, τελικά καθορίζουν το ποσό με το οποίο οι εργαζόμενοι συμβιβάζονται είναι η προσφορά και ζήτηση, και η ένταση της ανάγκης για εργασία. Αλλά αυτό δεν αλλάζει την πραγματικότητα ότι, στον νου κάθε ανθρώπου, εργαζόμενου ή επενδυτή, «εισόδημα» είναι το μετά από φόρους!.
Σε ότι αφορά τον φόρο στα κέρδη των επιχειρήσεων, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα και συνεπώς πολύ πιο δυσδιάκριτα.
(Η παρανόηση, που επίσης παραμένει παγκοσμίως, γεννήθηκε από περισσότερες παρανοήσεις. Για παράδειγμα, δείτε στο βιβλίο μου το κεφάλαιο: 3 The three forms of income).
Η σχέση εργαζόμενος = πωλητής της εργασίας, και εργοδότης = αγοραστής διέπεται από μία «σύμβαση εργασίας», που σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι γνωρίζουν με αρκετή ακρίβεια το μεικτό εισόδημα και τον φόρο που θα πληρώσουν στο τέλος του φορολογικού έτους.
Οι επιχειρήσεις, αντιθέτως, «στοχεύουν», «προβλέπουν», γενικώς τα αντίστοιχα μεγέθη, «φορολογητέο εισόδημα» και «φόρος» είναι άγνωστα, γι’ αυτό και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αυτός ο φόρος γίνεται κόστος που αυξάνει τις τιμές πώλησης.
Όμως η λογική είναι ακριβώς η ίδια. Το ΕΙΔΙΩΚΟΜΕΝΟ εισόδημα, μισθός ή κέρδος, αντιστοίχως, δεν μπορεί παρά να είναι το εισόδημα μετά από φόρους.
Για του λόγου το αληθές, σε όλους τους οικονομικούς δείκτες όπως DCF yield, payback period, return on equity, return on assets, κλπ., κλπ., «κέρδος», είναι πάντοτε το κέρδος μετά από φόρους.
Αλλά η τραγωδία των εργαζόμενων, που είναι και καταναλωτές, δεν τελείωσε, συνεχίζεται, επειδή όλοι οι πιο πάνω φόροι, όσοι γίνονται κόστος πωλούμενων
λειτουργούν πολλαπλασιαστικά, δηλαδή, οι τιμές των αγαθών αυξάνουν περισσότερο από ένα ευρώ για κάθε ένα ευρώ αυτών των φόρων που εισπράττει το κράτος -και ιδού πώς.
Στις επιχειρήσεις, είτε παράγουν είτε αγοράζουν προς μεταπώληση, το κόστος κτήσης (παραγωγής ή αγοράς) κάθε είδους, ή κάθε διαφορετικού μεγέθους συσκευασίας ενός είδους είναι διαφορετικό. Σε αυτό το κόστος προσθέτουν ένα «περιθώριο μεικτού κέρδους» για να καλύψουν τα «γενικά έξοδα» και να έχουν το επιδιωκόμενο καθαρό κέρδος. Ανάλογα με το είδος της επιχείρησης, αυτό το περιθώριο κυμαίνεται από 2-3% έως και ίσως 50%.
Η σχεδόν μόνη λογιστική μέθοδος, που αυτό το περιθώριο επιμερίζεται και αυξάνει την τελική τιμή κάθε είδους ή συσκευασίας, είναι το κόστος «κτήσης» τους, στο οποίο κόστος, όμως, περιλαμβάνονται όλοι οι φόροι με τους οποίους αυτό έχει αυξηθεί.
Για παράδειγμα, έστω ότι το «περιθώριο μεικτού κέρδους» μιας επιχείρησης είναι μόνο 10%, και ότι το κόστος κτήσης ενός προϊόντος περιλαμβάνει κάποιον φόρο, έστω, 1 ευρώ. Τότε, η τιμή πώλησης αυτού του προϊόντος θα είναι κόστος κτήσης συν 10%, συνεπώς θα αυξηθεί κατά 10% και το 1 ευρώ του φόρου, δηλαδή, η τιμή πώλησης θα αυξηθεί κατά 1,1 ευρώ για το 1 ευρώ που εισέπραξε το κράτος.
Εάν αυτό το προϊόν δεν αγοράζεται προς κατανάλωση ή ιδιόχρηση, αλλά αγοράζεται από άλλη επιχείρηση, (πχ. πρώτες ύλες, υλικά συσκευασίας κλπ., κλπ.) τότε γίνεται κόστος κτήσης των δικών της προϊόντων. Έστω ακόμη ότι και αυτή η επιχείρηση έχει «περιθώριο μεικτού κέρδους» επίσης 10%, τότε το πιο πάνω 1,1 ευρώ θα γίνει 1,21 ευρώ.
Το ίδιο θα συμβεί σε όλες τις επιχειρήσεις που θα μεσολαβήσουν ώσπου το προϊόν να αγοραστεί για κατανάλωση ή ιδιόχρηση.
Με κάθε μεταβίβαση, με τίς ίδιες υποθέσεις, το 1 ευρώ αυτού του φόρου της πρώτης επιχείρησης που εισέπραξε το κράτος, θα επιβαρύνει την τιμή που θα πληρώσει ο καταναλωτής με 1,1 ή 1,21 ή 1,331 ή 1,4641 ευρώ κ.ο.κ.
Και τώρα η έκπληξη για όσους δεν έχουν ασχοληθεί και δεν κατανοούν πώς λειτουργεί ο ΦΠΑ. Ο μόνος από τους έμμεσους φόρους που δεν γίνεται κόστος παραγωγής και συνεπώς ΔΕΝ λειτουργεί πολλαπλασιαστικά είναι ο ΦΠΑ. Για κάθε ένα ευρώ που εισπράττει το κράτος, οι τιμές των προϊόντων αυξάνουν ακριβώς κατά ένα ευρώ.
Αλλά το θέμα ΦΠΑ, έχει και άλλα ενδιαφέροντα, που, γενικώς, αγνοούνται, οπότε περί αυτών στο σχόλιο που θα ακολουθήσει σύντομα.