«Τι άλλαξε και τι δεν άλλαξε η κρίση στην Ελλάδα» εξετάζουν με σημερινό άρθρο τους οι Financial Times. Μιλώντας για οκτώ «χαμένα» και «τραυματικά» χρόνια επιχειρούν να διερευνήσουν εάν επιτεύχθηκε το μεγάλο ζητούμενο: εξυγιάνθηκε η Ελλάδα;
Μετά από τρία μνημόνια, απώλεια του 25% του ΑΕΠ της χώρας, εκτίναξη της φτώχειας και της ανεργίας, διορθώθηκαν τα κακώς κείμενα που φέρουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για αυτήν την άνευ προηγουμένου οικονομική και κοινωνική κρίση;
Τα συμπεράσματα των FT είναι ενδιαφέροντα αν και όχι ενθαρρυντικά κυρίως σε ότι αφορά τον Δημόσιο τομέα, για τον οποίο αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι δείχνει «μεγάλη ανθεκτικότητα στις μεταρρυθμίσεις» και παραμένει «βαθιά πολιτικοποιημένος», αφού ακόμη και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που υποτίθεται ότι είχε πρωταρχικό στόχο την καταπολέμηση του πελατειακού κράτους, έγιναν 30.000 προσλήψεις στο Δημόσιο, αναφέρει το in.gr.
«Η Ελλάδα βίωσε οκτώ χαμένα χρόνια», γράφουν χαρακτηριστικά οι FT.
Από το 2010 η ελληνική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά ένα τέταρτο, το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών κατά ένα τρίτο. Πάνω από 300.000 άνθρωποι μετανάστευσαν, ενώ όσοι έμειναν πίσω είναι αντιμέτωποι με ανεργία 20%, σημειώνεται στο δημοσίευμα.
Αναφερόμενη στην 20η Αυγούστου και την έξοδο από τα μνημόνια η εφημερίδα σημειώνει ότι «Καθώς η χώρα ετοιμάζεται να αφήσει πίσω της αυτή τη ζοφερή περίοδο στις 20 Αυγούστου, το ερώτημα είναι αν αυτά τα τραυματικά χρόνια» λειτούργησαν για την εξυγίανση του ελληνικού κράτους, μέσω της αντιμετώπισης μερικών έστω από τα προβλήματα που συνέβαλαν στην κρίση.
Οι μεταρρυθμίσεις που συμφώνησε να υλοποιήσει η Αθήνα, τονίζουν οι FT, αποσκοπούσαν «στην αντιμετώπιση καταφανών ελλείψεων: ένα «καταστροφικά σπάταλο» συνταξιοδοτικό σύστημα, μια υπερβολική γραφειοκρατία και τα βαθιά ριζωμένα προβλήματα φοροδιαφυγής».
Άλλα μέτρα, υπογραμμίζουν, όπως οι αλλαγές στα εργασιακά, και οι νέοι κανόνες αδειοδότησης των επιχειρήσεων αποσκοπούσαν στην προώθηση της ανάπτυξης και των επενδύσεων σε ένα τομέα που περιβάλλεται από ξεπερασμένους κανονισμούς και περιοριστικές πρακτικές από την πλευρά των συνδικάτων.
Ανθεκτικό το Δημόσιο στις… μεταρρυθμίσεις
Οι FT παρατηρούν ότι, από την πλευρά του ιδιωτικού τομέα, ένα επιφυλακτικό συμπέρασμα θα ήταν ότι η Ελλάδα έχει αρχίσει να βλέπει την απαραίτητη αλλαγή.
Υπάρχουν, προστίθεται στο δημοσίευμα, ενδείξεις αισιοδοξίας μεταξύ ιδιωτικών εταιρειών που αντιμετώπισαν την κρίση και επιστρέφουν τώρα στα κέρδη, καθώς και μεταξύ καινοτόμων επιχειρήσεων που προσελκύουν επενδυτές.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τον δημόσιο τομέα, τονίζεται στο δημοσίευμα, το αναποτελεσματικό σύστημα δημόσιας διοίκησης αποδείχτηκε ανθεκτικό απέναντι στις μεταρρυθμίσεις, προκαλώντας ερωτηματικά για το κατά πόσο η πλειονότητα των Ελλήνων δεσμεύεται να προχωρήσει στις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για τη βιώσιμη ανάκαμψη.
«Θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να καταλάβουν οι Έλληνες ότι μια δουλειά στον δημόσιο τομέα – μακράν η πιο δημοφιλής επιλογή για πτυχιούχους – δεν πρόκειται να είναι η καλύτερη και ασφαλέστερη επιλογή στο μέλλον, καθώς οι περισσότερες από τις καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας θα είναι στον ιδιωτικό τομέα», δήλωσε σχετικά ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πάνος Τσακλόγλου.
Επώδυνη η αλλαγή του ιδιωτικού τομέα
Αν ο ιδιωτικός τομέας άλλαξε περισσότερο, αυτό δεν έγινε ανώδυνα, γράφουν οι FT. Τα μέτρα αφορούν περικοπές σε ένα ιδιωτικό τομέα που αποτελείται κατά 95% από μικρές και μεσαίες οικογενειακές επιχειρήσεις.
«Από τις εταιρείες που τα πήγαιναν καλά πριν από την κρίση, περίπου το 20% έχουν υιοθετήσει καινοτομίες και ακμάζουν και ένα 40% τα «βγάζουν πέρα» εξυπηρετώντας το χρέος τους, δίχως ωστόσο να εμφανίζουν κέρδη», αναφέρει ο κ. Παύλος Ραβάνης, πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας και βετεράνος επιχειρηματίας.
Απομένει ένα 40% των λεγόμενων εταιρειών «ζόμπι» όπως τις χαρακτήρισε ο κ. Ραβάνης, σημειώνεται στο δημοσίευμα. «Δεν πληρώνουν φόρους, ούτε εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες», πρόσθεσε ο ίδιος, συμπληρώνοντας ότι, μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων, λιγότερες από τις μισές μπορούν να διασωθούν, ακόμη και αν ένας επενδυτής εμφανιστεί πρόθυμος να βάλει μεγάλα ποσά μετρητών.
Ο υφυπουργός Οικονομίας Στέργιος Πιτσιόρλας ανέφερε από την πλευρά του ότι πρωταρχική πρόκληση ήταν η ενθάρρυνση μιας πιο προσανατολισμένης στις εξαγωγές επιχειρηματικής κουλτούρας.
«Αρχίζει να συμβαίνει. Οι ελληνικές εταιρείες συνειδητοποίησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης ότι πρέπει να στραφούν στις εξαγωγές για να επιβιώσουν», πρόσθεσε στους FT.
Στο δημοσίευμα παρατίθενται παραδείγματα ιδιωτικών εταιρειών που διαφοροποίησαν την παραγωγή τους για να προσαρμοστούν στην κρίση στρεφόμενες στις εξαγωγές,
Ο δημόσιος τομέας παραμένει βαθιά πολιτικοποιημένος
Ωστόσο, ενώ ο ιδιωτικός τομέας φαίνεται να γίνεται πιο εξωστρεφής, ο δημόσιος τομέας παραμένει βαθιά πολιτικοποιημένος, διαπιστώνουν οι FT.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δηλώνει ότι η Ελλάδα έμεινε πίσω εξαιτίας του «πελατειακού μοντέλου» που ευνόησε την καλλιέργεια πολιτικών σχέσεων σε όλα τα επίπεδα με σκοπό την ανάθεση θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα αλλά και την παροχή επιχειρηματικών ευκαιριών.
«Αυτό ήταν ίσως ένας από τους σοβαρούς και σημαντικότερους λόγους που οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση», είχε δηλώσει ο κ. Τσίπρας στους Financial Times τον Ιούνιο, σημειώνοντας: «Πρέπει να συνεχίσουμε τη μεταρρύθμιση της χώρας και φυσικά να προσπαθήσουμε να πείσουμε τους πολίτες να αλλάξουν κουλτούρα και συμπεριφορά».
Πάνω από 30.000 διορισμοί στο Δημόσιο επί ΣΥΡΙΖΑ
Παρόλα αυτά, ο κ. Τσίπρας δεν έχει καταφέρει να πείσει ακόμα το κόμμα του ότι οι μέρες του πελατειακού κράτους έχουν τελειώσει, αναφέρουν χαρακτηριστικά οι FT και συμπληρώνουν:
«Πάνω από 30.000 προσλήψεις στο Δημόσιο έγιναν επί διακυβέρνησης Αλέξη Τσίπρα, συμπεριλαμβανομένου και πλήθους ειδικών συμβούλων που επελέγησαν από υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ».
Η κυβέρνηση, τονίζουν οι FT, δεν έχει υπερκεράσει την ευρεία αντίσταση στην εφαρμογή ενός σχεδίου αποπολιτικοποίησης της δημόσιας διοίκησης, ενίσχυσης της διαφάνειας στις προσλήψεις ανώτερων στελεχών και τακτικής αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων.
Ο καθηγητής Π.Τσακλόγλου επισήμανε ότι για ορισμένες διαρθρωτικές αλλαγές θα χρειαστούν χρόνια, όπως για παράδειγμα στο εκπαιδευτικό σύστημα, όπου η αναντιστοιχία μεταξύ των αναγκών της αγοράς εργασίας και ενός ξεπερασμένου πανεπιστημιακού προγράμματος συνέβαλε στο να διαθέτει η χώρα εργατικό δυναμικό που κατά τη γνώμη του είναι «σε μεγάλο βαθμό μορφωμένοι και σε μεγάλο βαθμό άνεργοι».
Σημαντική η διατήρηση των μεταρρυθμίσεων
Τέλος, η οικονομική εφημερίδα υπογραμμίζει ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και οι Βρυξέλλες συμφωνούν ότι «σημαντικό βαρόμετρο της πρόθεσης για αλλαγή θα είναι εάν οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις τηρηθούν».
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί ότι δεν θα υπάρξει πισωγύρισμα και η ΕΕ έχει εγκαταστήσει ένα σύστημα μεταμνημονιακής επιτήρησης, διπλωμάτες της ΕΕ λένε ότι η πολιτική πίεση, σε θέματα όπως οι συντάξεις και οι προσλήψεις στο Δημόσιο, θα έρθει όταν η χώρα θα πλησιάζει στις εκλογές.
«Ο Τσίπρας θα θελήσει να αντιστρέψει τα πιο οδυνηρά μέτρα» ανέφερε διπλωμάτης τον οποίο επικαλείται η εφημερίδα.
Αναζητείται εθνική στρατηγική και συναίνεση
Παράλληλα, η αναπληρώτρια διευθύντρια του ινστιτούτου Bruegel Μαρία Δεμερτζή, σημείωσε ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη σφυρηλατήσει μια κοινή εθνική αντίληψη για τα αίτια ή τις λύσεις των προβλημάτων της χώρας.
«Ο λόγος που τα προγράμματα διήρκεσαν τόσο πολύ, είναι γιατί δεν καταφέραμε να χτίσουμε συναίνεση», δήλωσε στους FT και πρόσθεσε: «Είμαστε ανίκανοι να καθίσουμε κάτω και να πούμε “ποιο είναι το πρόβλημα, πώς μπορούμε να το λύσουμε;”. Και αυτό είναι που μας κρατάει πίσω».