Γύρω στις αρχές της χιλιετίας, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία φαινόταν να βρίσκεται σε άριστη κατάσταση. Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία είχαν κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Η κάθε μια ενδιαφέρονταν λιγότερο να ενδυθεί τον μανδύα του ταξικού πολεμιστή και περισσότερο να αποκτήσει σεβασμό –και ψήφους-, ως αποτελεσματικός διαχειριστής της καπιταλιστικής τάξης και «γιατρός» των κοινωνικών διαχωρισμών.
Δεκαέξι χρόνια μετά, φαίνεται πως η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται στην χειρότερη κρίση από την βίαιη καταστολή υπό τις δεξιές δικτατορίες της μεσοπολεμικής Ευρώπης. Τα παραδοσιακά δικομματικά συστήματα καταρρέουν σε όλη την Ευρώπη, όμως αυτή που δέχεται τα ισχυρότερα πλήγματα δεν είναι η κεντροδεξιά, αλλά η κεντροαριστερά, η οποία έχει και τους περισσότερους λόγους για να ανησυχεί για το μέλλον.
Υπάρχουν μακροχρόνιοι λόγοι για την κακοτυχία της σοσιαλδημοκρατίας. Τα εργατικά δυναμικά είναι λιγότερο συνδικαλισμένα. Οι άκαμπτες ταξικές ταυτότητες βρίσκονται σε παρακμή εδώ και δεκαετίες, μαζί με τα κομματικά συστήματα που βασίστηκαν σε αυτές.
Ωστόσο, τα πρόσφατα προβλήματα της σοσιαλδημοκρατίας πηγάζουν στην μετά το 2008 οικονομική κατάρρευση και ύφεση, τη συνεχιζόμενη επίπτωση της παγκοσμιοποίησης και των αντιδράσεων της ΕΕ στις προκλήσεις αυτές.
Κατά τα θυελλώδη χρόνια, οι ενισχυμένες εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας, τις οποίες ο βρετανός Τόνυ Μπλερ και ο γερμανός Γκέρχαρντ Σρέντερ «πλασάρισαν» ως «τον τρίτο δρόμο» και «τη νέα μέση», αποδείχθηκε ότι είχαν ελάχιστες απαντήσεις και ακόμα λιγότερα ελκυστικά σημεία για εκατομμύρια οικονομικά ευάλωτους ψηφοφόρους της κεντροαριστεράς. Ήταν πολιτικές για τις «ηλιόλουστες μέρες» και όχι για τις θύελλες του σήμερα.
Η υψηλή ανεργία, η στασιμότητα ή η επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι οργανωμένες από το κράτος διασώσεις ανεύθυνων τραπεζών με κολοσσιαία ποσά από τα χρήματα των φορολογουμένων, αύξησαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια έναντι των κεντροαριστερών κομμάτων που βρίσκονται ή βρίσκονταν κάποτε στην εξουσία. Στη Γερμανία, οι μεταρρυθμίσεις που έφερε ο κ. Σρέντερ –ο τελευταίος Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος- στην αγορά εργασίας και στο κράτος πρόνοιας, τιμώρησαν αυστηρά το κόμμα του.
Δυσαρεστημένοι οπαδοί του SPD θεωρούν τις μεταρρυθμίσεις αυτές ως απόδειξη πως οι εύποροι ηγέτες του κόμματος παίρνουν ελαφρά τη καρδία τις βασικές αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ως αποτέλεσμα, πολλοί δεν μπαίνουν πια καν στον κόπο να ψηφίσουν. Ένα ερώτημα για τις εκλογές της Bundestag του επόμενου χρόνου δεν είναι αν θα κερδίσει το SPD -δεν υπάρχει άλλωστε πιθανότητα- αλλά αν το κόμμα θα μπορέσει να εξασφαλίσει τόσες ψήφους ώστε να φτάσει έστω το ιστορικό χαμηλό του 23% που συγκέντρωσε το 2009.
Οι περιορισμοί που δεσμεύουν τις κυβερνήσεις της ΕΕ έχουν συμβάλει στις αγωνίες της σοσιαλδημοκρατίας. Τα κράτη της ευρωζώνης πρέπει να υπακούουν σε μια πληθώρα αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων, που καταρτίστηκαν μετά την οικονομική κρίση, η σχέση των οποίων με τις οικονομικές συνθήκες της περιοχές συχνά φαίνεται να είναι τυχαία.
Ωστόσο, οι κανόνες υποχρεώνουν τους σοσιαλδημοκράτες να «λατρεύουν» τους περιορισμούς τους προϋπολογισμούς και να δίνουν έμφαση στην ανταγωνιστικότητα του ιδιωτικού τομέα σε βάρος του δημόσιου τομέα, με τρόπο που ίσως ικανοποιεί τους «αφέντες» της ευρωζώνης και τις χρηματαγορές, αλλάαποστρέφει τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους.
Οι ίδιοι αυτοί ψηφοφόροι βλέπουν με καχυποψία τη στήριξη της ΕΕ για το παγκόσμιο ελεύθερο εμπόριο και την ελεύθερη μετακίνηση εντός του μπλοκ των 28 χωρών. Η παγκοσμιοποίηση θέτει υπό πίεση τις θέσεις εργασίας και τους μισθούς σε ορισμένες κοινότητες. Η ελεύθερη μετακίνηση μειώνει τον πληθυσμό των χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, καθώς τα εργατικά δυναμικά τους αναζητούν εργασία στα δυτικά κράτη της ΕΕ. Ταυτόχρονα, η ΕΕ πρέπει να αντιμετωπίσει την άφιξη μεγάλου αριθμού μη ευρωπαίων προσφύγων πολέμου και οικονομικών μεταναστών, συχνά από Ισλαμικές χώρες.
Η οικονομική κρίση, οι περιορισμοί της συμμετοχής στην ευρωζώνη και, πάνω απ' όλα, η άνοδος της μετανάστευσης, έχουν «κάνει χώρο» για τα αντισυστημικά κόμματα, κυρίως της συντηρητικής εθνικιστικής δεξιάς, που «κατατρώνε» τον πυρήνα του εκλογικού σώματος της σοσιαλδημοκρατίας.
Από αυτήν την άποψη, η μείωση συμμετοχής στις συνδικαλιστικές οργανώσεις στην Ευρώπη έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι κοινωνικές μετρήσεις δείχνουν πως οι ψηφοφόροι χαμηλού εισοδήματος και χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου είναι πιο πιθανό να εγκαταλείψουν την σοσιαλδημοκρατία για χάρη της ακροδεξιάς, αν δεν είναι μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Ωστόσο, σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Βρετανία, η κεντροαριστερά χάνε έδαφος και σε άλλο επίπεδο –έναντι των αγωνιστικών ακροαριστερών μειονοτήτων. H περίπλοκη δομή του Εργατικού κόμματος της Βρετανίας, που ήταν πανίσχυρο από το 1997 μέχρι το 2010, καταρρέει υπό τον έλεγχο νεομαρξιστών αγκιτατόρων που συνδυάζουν την περιφρόνηση για την κοινοβουλευτική πολιτική με μια σαγηνευτική ελκυστικότητα για τον ιδεαλισμό ορισμένων νεαρών σε ηλικία ατόμων.
Όπως η στήριξη των Εργατικών «αιμορραγεί» προς το λαϊκιστικό δεξιό κόμμα της Ανεξαρτησίας (UKIP), έτσι και στη Γαλλία οι σοσιαλιστές της Γαλλίας στρέφονται στο ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο –με αποτέλεσμα να μην είναι βέβαιο πως θα καταφέρει καν να περάσει στον τελικό γύρο των προεδρικών εκλογών του Μαΐου κάποιος σοσιαλιστής υποψήφιος.
Οι προοπτικές είναι το ίδιο ζοφερές και στην Πολωνία, όπου ούτε ένας υποψήφιος της Αριστεράς δεν κέρδισε έδρα στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου.
Είναι ανοησία να υπονοείται πως η μετριοπαθής ευρωπαϊκή Αριστερά είναι ένα πολιτικό πτώμα. Όμως, το
εκλογικό της σώμα είναι βαθύτατα διχασμένο. Η μια πλευρά αποτελείται από τους λιγότερο εύπορους ψηφοφόρους με συντηρητικές κοινωνικές αξίες που αισθάνονται ότι πολιορκούνται από τις πολιτικές της ΕΕ και την παγκοσμιοποίηση. Η άλλη, αποτελείται από εύπορους κοσμοπολίτες φιλελεύθερους που τους αρέσει η ΕΕ και ωφελούνται από τον «ανοικτό» κόσμο.
Στην Αυστρία, στη Γαλλία και αλλού, φαίνεται μάταιο να προσπαθεί κανείς να κρατήσει τις δυο αυτές ομάδες ενωμένες κάτω από μια κομματική «στέγη». Ως εκ τούτου, η φιλοευρωπαϊκή πλευρά έρχεται αντιμέτωπη με μια επιλογή: είτε θα διατηρήσει την διεθνικιστική της προοπτική ως θέμα αρχής και τα δυο «στρατόπεδα» θα χωρίσουν τους δρόμους τους, ή θα απαιτήσει σκληρότερες ευρωπαϊκές πολιτικές –πάνω απ' όλα στο θέμα της μετανάστευσης- γνωρίζοντας πως τίποτα λιγότερο δεν θα επαναφέρει τους «χαμένους» ψηφοφόρους της.