Οι μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας έχουν βρει έναν ασυνήθιστο σύμμαχο στη μάχη κατά της χρόνιας χαμηλής κερδοφορίας του τομέα του. Είναι τα χαμηλά επιτόκια που οι περισσότερες τράπεζες της ευρωζώνης θα επικρίνουν όταν ανακοινώσουν τα αποτελέσματα τριμήνου τις ερχόμενες ημέρες.
Ο μακροχρόνιας αγώνας τους να ανταγωνιστούν με τα υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων και το χαμηλότερο κόστος υπηρεσιών που προσφέρουν οι τράπεζες του γερμανικού δημόσιου τομέα, έχει αφήσει τις πέντε κορυφαίες τράπεζες της χώρας με χαμηλά περιθώρια και συνολικό μερίδιο αγοράς 30%, αναφέρει το ependisinews.
Αλλά καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οδηγούσε τα επιτόκια κάτω από το μηδέν, τα παραδοσιακά επιχειρηματικά μοντέλα των τραπεζών λιανικής αντιμετώπιζαν ισχυρή πίεση. Τώρα τους κοστίζει χρήματα να κρατούν τις καταθέσεις των πελατών και το περιθώρια μεταξύ δανειοδότησης και δανεισμού έχει συρρικνωθεί.
Και αυτό σημαίνει πως το τοπίο του ανταγωνισμού αλλάζει από ένα στο οποίο οι δύο μεγάλες εισηγμένες τράπεζες, η Commerzbank και Deutsche Bank, κατέγραφαν αποδόσεις ίδιων κεφαλαίων στο 6 με 7% από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα, σύμφωνα με έκθεση της Citibank.
«Οι μεγάλες τράπεζες είναι σε λιγότερο μειονεκτική θέση όσον αφορά την τιμολόγηση από ότι ήταν στο παρελθόν» λέει ο αναλυτής της Citi, Νίκολας Χέρμαν, ο οποίος πρόσφατα αναβάθμισε τη Commerzbank λόγω της «βελτίωσης των ανταγωνιστικών δυναμικών στην γερμανική αγορά».
Με αυτό συμφωνεί και το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Commerzbank για ιδιώτες και μικρές επιχειρήσεις, ο Μάικλ Μάντελ. «Τα χαμηλότερα επιτόκια αυξάνουν την πίεση στους ανταγωνιστές που είναι ευνοϊκό για την στρατηγική ανάπτυξης μας, καθώς οδηγεί σε προσαρμογές στην τιμολόγηση και σε κλείσιμο υποκαταστημάτων» σημειώνει.
«Εκμεταλλευόμαστε αυτή την εξέλιξη για να κερδίσουμε περισσότερους πελάτες και έχουμε αποκτήσει περίπου 351.000 νέους πελάτες στη Γερμανία φέτος (ως το τέλος Μαϊου)» προσθέτει.
Μια έκθεση του κ. Χέρμαν και συναδέλφων του στη Citibank αναφέρει παραδείγματα αποταμιευτικών τραπεζών που χρεώνουν για αναλήψεις από ATM. Τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν μεμονωμένα περιστατικά αποταμιευτικών τραπεζών που χρέωσαν αρνητικά επιτόκια στους λογαριασμούς μικρών καταθετών.
Η DSGV – η οποία αντιπροσωπεύει τις τράπεζες του γερμανικού δημόσιου τομέα – ανέφερε πως δεν έχει πληροφορίες για το πόσο διαδεδομένη είναι αυτή η συμπεριφορά και αρνήθηκε να κάνει κάποιο σχόλιο για το πώς μπορεί να εξελιχθεί η συμπεριφορά του τομέα. Τον Οκτώβριο, ο επικεφαλής της DSGV, Γκέοργκ Φάρενσον, δήλωσε στους FT ότι ενώ οι τράπεζες του θα προσπαθούσαν να μην μετακυλίσουν τα αρνητικά επιτόκια στους μικρούς πελάτες, δεν μπορεί να αποκλείσει μια κατάσταση στην οποία «τα οικονομικά απαιτούν άλλες αποφάσεις».
Αρκετές άλλες τράπεζες του δημοσίου παρέπεμψαν στην DSGV τα όποια ερωτήματα.
Αν και οι μεγάλες γερμανικές τράπεζες έχουν δεχθεί και αυτές πλήγμα από τα αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ – με την απόδοση ίδιων κεφαλαίων της Commerzbank να υποχωρεί στο 1% την προηγούμενη χρονιά, σύμφωνα με την έκθεση της Citi – οι μεγάλες τράπεζες έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν σχεδιάζουν να αρχίσουν να χρεώνουν τα νοικοκυριά για τις καταθέσεις.
Αναμένεται ότι θα καταφέρουν να παραμείνουν σε αυτή τη γραμμή για μεγαλύτερο διάστημα από τις αποταμιευτικές τράπεζες. «Οι τεράστιες ιδιωτικές τράπεζες, αντιμετωπίζουν φυσικά μεγάλη πίεση εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων, αλλά από μια σχετική οπτική γωνία έχουν ένα πιο διαφοροποιημένο επιχειρηματικό μοντέλο» υποστηρίζει ο καθηγητής Μάρτιν Χέλμιχ, ακαδημαϊκός στην Φρανκφούρτη.
Αυτή η διαφοροποίηση σημαίνει πως οι μεγάλες τράπεζες μπορούν να απορροφήσουν τις απώλειες από τα μειωμένα περιθώρια τόκων γιατί έχουν κέρδη από άλλες δραστηριότητες, όπως η επενδυτική τραπεζική και οι αγορές.
Δεν βλέπουν όλα τα στελέχη των μεγάλων γερμανικών τραπεζών τις τάσεις με την αισιοδοξία του κ. Μάντελ. Ο Αλεξάντερ Ιλγκεν, CFO της Deutsche Bank, δεν πιστεύει πως οι αποκλίσεις στην τιμολόγηση στις αποταμιευτικές και λιανικές τράπεζες θα προκαλέσει αλλαγές στην συμπεριφορά των καταναλωτών βραχυπρόθεσμα.
«Αν κινηθεί μια τράπεζα προφανέστατα θα δημιουργηθούν ευκαιρίες αρμπιτράζ στην πλευρά των πελατών… θα δεις ενδεχομένως κάποιες αλλαγές στη δυναμική των πελατών» λέει. «Δεν το έχουμε παρατηρήσει ακόμα» προσθέτει. Επισημαίνει ακόμα ότι η Postbank, η γερμανική θυγατρική την οποία θα απορροφήσει πλήρως η Deutsche Bank στο δικό της γερμανικό δίκτυο, αύξησε πέρυσι τις προμήθειες και η αντίδραση δεν οδήγηση «στο να χάσουμε μαζικά πελάτες».
«Υπάρχει κάποια ελαστικότητα στις τιμές που είναι διαθέσιμη στην πλευρά των πελατών» σημειώνει, αναφερόμενος στο γεγονός ότι οι πελάτες θα σηκώσουν κάποιο επιπρόσθετο κόστος προτού αλλάξουν τράπεζα.
Ο κ. Ίλγκεν είναι επίσης προσεκτικός και στο πόσο θα επωφεληθεί η τράπεζα του, ακόμα και αν μεγάλος αριθμός πελατών των αποταμιευτικών τραπεζών άρχισε να μεταφέρει τις καταθέσεις του στην Deutsche ή την Postbank.
«Θα θες πάντα να αξιολογήσεις τι φέρνει συνολικά ο πελάτης στο franchise και όχι απλά να αποκτάς πελάτες μόνο και μόνο για να αποκτάς πελάτες» τονίζει. «Δεν βγάζουμε ποτέ ένα συγκεκριμένο κύριο δείκτη επίδοσης για την αύξηση των πελατών που έχουμε» αναφέρει.
Ο κ. Μάντελ υποστηρίζει πως η εμπειρία της Commerzbank είναι ότι οι πελάτες που κερδίζει η τράπεζα«φέρουν λογαριασμούς ταμιευτηρίου/καταθέσεων αλλά στη συνέχεια αρχίζουν να αγοράζουν άλλα προϊόντα».
Το μεγαλύτερο ερώτημα, στο οποίο όλοι ειδικοί συμφωνούν, δεν αφορά τους λίγους χιλιάδες πελάτες που θα κινηθούν στη μια ή την άλλη κατεύθυνση τα επόμενα χρόνια, αφορά το κατά πόσον η πίεση στις αποταμιευτικές τράπεζες μπορεί να οδηγήσει σε ένα κύμα συγχωνεύσεων που θα προκαλέσει πολύ πιο αξιοσημείωτες αλλαγές στην αγορά.
«Έχουμε ακόμα κάπου ανάμεσα στις 400 με 450 αποταμιευτικές τράπεζες εδώ στη Γερμανία» λέει ο καθηγητής Χέλμιχ. «Περιμένω ότι ο αριθμός αυτός θα είναι χαμηλότερος στο μέλλον, το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων επιταχύνει τη διαδικασία αυτή».
Ο κ. Ίλγκεν πιστεύει και αυτός ότι θα υπάρξουν συγχωνεύσεις, αλλά τονίζει πως δεν είναι μόνο μια ιστορία για τα επιτόκια. «Τα επιτόκια είναι ένα συστατικό, υπάρχει επίσης το ρυθμιστικό πλαίσιο και η συμπεριφορά των πελατών» σημειώνει. «Και τα τρία αυτά μαζί θα οδηγήσουν σε περαιτέρω συγκεντροποίηση του κλάδου».