Για ιστορικές αποφάσεις της Γερμανίας λόγω των εξελίξεων από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία κάνουν λόγο σε κύριο άρθρο τους οι Financial Times.
Όπως σημειώνεται, η παρέμβαση του Βερολίνου τις αμέσως προηγούμενες ημέρες ότι θα προμήθευε τελικά με όπλα στο Κίεβο, αλλάζοντας ρότα στην πολιτική θέση της Γερμανίας να μην εξάγει επίσημα τουλάχιστον όπλα σε ζώνες συγκρούσεων, δείχνει το μέγεθος της αλλαγής.
Ακόμη περισσότερο όμως φαίνεται η αλλαγή αυτή στην απόφαση του τριμελούς κυβερνητικού συνασπισμού της χώρας να αυξηθούν σημαντικά οι αμυντικές δαπάνες, ανατρέποντας το δόγμα ασφαλείας και εξωτερικής πολιτικής ολόκληρων δεκαετιών.
«Είναι το πιο δραματικό σημάδι μέχρι τώρα για το πώς η επιθετικότητα του Βλαντιμίρ Πούτιν αναδιαμορφώνει τις πολιτικές σε ολόκληρη την Ευρώπη», όπως σημειώνεται.
Σε ένα μίνι χρονολόγιο που παρουσιάζουν οι FT αναφέρεται πως ο μετασχηματισμός της πολιτικής της Γερμανίας ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα όταν ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς ανακοίνωσε πως η πιστοποίηση του ρωσικού αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 ανεστάλη.
Στη συνέχεια, ο τριμερής συνασπισμός του Βερολίνου σταμάτησε να αντιστέκεται στον αποκλεισμό ρωσικών τραπεζών από το ενοποιημένο σύστημα συναλλαγών Swift.
Επίσης η Γερμανία επέτρεψε σε άλλες χώρες να στείλουν όπλα γερμανικής κατασκευής στην Ουκρανία και στη συνέχεια ανακοίνωσε τα δικά της σχέδια για αποστολή στρατιωτικής βοήθειας. Επιπλέον ο Καγκελάριος Όλαφ Σολτς έκανε λόγο για τη δημιουργία ταμείου με κεφάλαια 100 δισ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό του γερμανικού στρατού και υποσχέθηκε ότι θα αυξήσει τις δαπάνες για την άμυνα από 1,5 τοις εκατό της οικονομικής παραγωγής στον στόχο του ΝΑΤΟ του 2 τοις εκατό. Κάτι που ζητούν διακαώς εδώ και χρόνια διάφορες χώρες και κυρίως οι ΗΠΑ.
Μεταξύ άλλων ο γερμανός καγκελάριος υποσχέθηκε να εκσυγχρονίσει μαχητικά αεροσκάφη που απαιτούνται στα πλαίσια της συμφωνίας πυρηνικών στο ΝΑΤΟ – «η οποία περιλαμβάνει τη μεταφορά σε στόχους αμερικανικών όπλων από γερμανικά αεροπλάνα στην περίπτωση σύγκρουσης. Και υποσχέθηκε να επιταχύνει τις προσπάθειες για να μειώσει την εξάρτησή της χώρας από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο», αναφέρουν οι FT.
«Αυτή είναι μια στιγμή ορόσημο για το Βερολίνο, τόσο αξιέπαινη όσο και καθυστερημένη. Σηματοδοτεί το τέλος της εποχής της προσεκτικής δέσμευσης απέναντι στη Μόσχα, στην οποία ακόμη και η πρώην καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ φαινόταν να χάνει την πίστη της στα τελευταία της χρόνια. Είναι μια παραδοχή αποτυχίας για τις μεταψυχροπολεμικές ελπίδες της Γερμανίας για το λεγόμενο Wandel durch Handel – την αλλαγή μέσω του εμπορίου – ή ότι η σύσφιξη των οικονομικών δεσμών θα ενίσχυε τη ρωσική δημοκρατία και θα την ενσωμάτωνε στο σύστημα που βασίζεται σε συγκεκριμένους κανόνες», αναφέρει στην ανάλυσή της η βρετανική εφημερίδα.
Όπως σημειώνεται, αυτή η αλλαγή πλεύσης δεν ήταν εύκολη για τα μέλη του κυβερνητικού συνασπισμού, κάθε ένα από τα οποία έπρεπε να κάνει τους δικούς του συμβιβασμούς: Το SPD του Scholz να δεχτεί αύξηση των αμυντικών δαπανών, οι Πράσινοι να πουν ναι σε εξαγωγές όπλων και οι φιλελεύθεροι Ελεύθερους Δημοκράτες να δεχτούν χρηματοδότηση στρατιωτικών επενδύσεων μέσω έκδοσης χρέους.
Ο Κρίστιν Λίντενρ χαρακτήρισετις κινήσεις ως «επένδυση στην ελευθερία μας». Από την πλευρά του, «δείχνοντας να αντιλαμβάνεται τη βαρύτητα της στιγμής, ο Σολτς δανείστηκε από την προθυμία της Μέρκελ να κάνει μεγάλα άλματα πολιτικής όταν ένιωσε ότι η γερμανική γνώμη ήταν έτοιμη», αναφέρεται. Ίσως να τον βοήθησε να πάρει απόφαση το ότι περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι συμμετείχαν σε διαδήλωση στο Βερολίνο κατά του ρωσικού πολέμου στην Ουκρανία την Κυριακή.
«Η δέσμευση της Γερμανίας βοήθησε στο να παρακινήσει ολόκληρη την ΕΕ να σπάσει ένα ταμπού, συμφωνώντας να παράσχει 450 εκατ. ευρώ σε όπλα για την Ουκρανία μέσω ενός ειδικού ταμείου που δημιουργήθηκε πέρυσι – η πρώτη φορά που το μπλοκ συμφώνησε να χρηματοδοτήσει παραδόσεις όπλων σε τρίτη χώρα. Οι ευρωπαϊκές χώρες είναι πλέον έτοιμες να συνεισφέρουν περισσότερο στη δική τους ασφάλεια, με τις ΗΠΑ να απασχολούνται όλο και περισσότερο από την Κίνα.
Η ΕΕ συλλογικά, και το μεγαλύτερο κράτος μέλος της, αρχίζουν να κινούνται προς την ανάπτυξη της «στρατηγικής αυτονομίας» που έχει υποστηρίξει το δεύτερο μεγαλύτερο μέλος της, η Γαλλία. Αλλά περίπου τα δύο τρίτα των μελών του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας και της Ισπανίας, δεν δαπανούν τον στόχο του 2% του ΑΕΠ για την άμυνα. Η Γερμανία δίνει το παράδειγμα. Ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία θα πρέπει να είναι ένα ισχυρό κίνητρο για να ακολουθήσουν κι άλλοι», καταλήγουν οι FT.