Υπό την απειλή φτωχοποίησης διαβιούν χιλιάδες νοικοκυριά σε όλη τη χώρα, κάτι το οποίο προκαλεί ανησυχία εν όψει του δύσκολου χειμώνα. Η αγοραστική δύναμη των πολιτών να συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο, ενώ ο πληθωρισμός αναμένεται να συνεχίσει να «καλπάζει» και κατά τους επόμενους μήνες, ενόσω η ενεργειακή κρίση βρίσκεται σε εξέλιξη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής θεωρείται όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα, έφαγε λιγότερο από όσο θεωρούσε ότι είχε ανάγκη, έμεινε χωρίς τροφή, πεινούσε αλλά δεν έφαγε ή πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή.
Παράλληλα, ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Ανεπάρκεια τροφής
Με βάση την απογραφή πληθυσμού του 2021, αυτό σημαίνει ότι μέτρια/σοβαρή ανεπάρκεια τροφής αντιμετώπισαν 624.000 άνθρωποι, ενώ αποκλειστικά σοβαρή ανεπάρκεια τροφής 156.000.
Συγκεκριμένα, 645.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να παραλείψουν τουλάχιστον ένα γεύμα ή έφαγαν λιγότερο από όσο θεωρούσαν ότι είχαν ανάγκη.
Ακόμη χειρότερα, 3,2%-3,5% του πληθυσμού (330.000-365.000 πολίτες) είτε έμειναν χωρίς τροφή είτε ενώ πεινούσαν δεν έφαγαν. Και αυτό, για το 2,7% ή για 281.000 ανθρώπους οδήγησε στο να μείνουν χωρίς τροφή τουλάχιστον μία ολόκληρη ημέρα.
Το 11,9% ή πάνω από 1,2 εκατομμύρια, φοβήθηκαν ότι δεν θα είχαν αρκετή τροφή για να καλύψει τις ανάγκες του και τo 11,4% ή σχεδόν 1,2 εκατομμύρια δεν είχαν δυνατότητα να τραφούν υγιεινά και θρεπτικά.
Ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό, το 12,6% ή 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι περιορίστηκαν μόνο σε ορισμένα είδη τροφών.
Άλλωστε αξίζει να υπενθυμιστεί ότι η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις τέσσερις χώρες της ΕΕ όπου το ποσοστό πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας αυξήθηκε ανάμεσα στο 2019 και στο 2021.
Ο κίνδυνος φτώχειας
Από εκεί και πέρα, σε πολύ υψηλό σημείο βρίσκεται το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, κάτι το οποίο προκαλεί προβληματισμό.
Όπως προκύπτει το ποσοστό του πληθυσμού αυτού στερείται βασικών αγαθών και υπηρεσιών, εξαιτίας των χαμηλών εισοδημάτων του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 28,3% του πληθυσμού, ήτοι περίπου 3 εκατομμύρια άτομα, βρέθηκε στο όριο της φτώχειας το 2021, ποσοστό αυξημένο κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020 (27,4%).
Τα στοιχεία προέρχονται από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών της ΕΛΣΤΑΤ. Το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (28,3% με βάση τον αναθεωρημένο ορισμό στην Ελλάδα έναντι 22,0% στην Ευρωζώνη το 2021) και αυξάνεται το 2021 συγκρινόμενο με το 2020 (κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες, από 28,9% το 2020 σε 29,5% το 2021 με βάση τον παλαιό ορισμό, ή κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες από 27,4% σε 28,3% με βάση τον νέο ορισμό).
Η αύξηση αυτή μπορεί να αποδοθεί στην κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας (από 11,8% το 2020 σε 13,6% το 2021) και στην κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας (από 17,7% το 2020 σε 19,6% το 2021).
Πόσο επιδρούν τα επιδόματα
Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να τονιστεί ότι το ποσοστό των φτωχών νοικοκυριών, προκύπτει μετά τις χορηγήσεις των κοινωνικών επιδομάτων. Χωρίς τα κοινωνικά επιδόματα, το ποσοστό της φτώχειας στην Ελλάδα εκτινάσσεται στο 48,2%!
Τον χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (επιδόματα) αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι με 13,5% (13,0% για την ηλικιακή ομάδα 65+ το 2020) και τον υψηλότερο τα παιδιά με 23,7% (20,9% στις ηλικίες 0-17 το 2020), ενώ για την ηλικιακή ομάδα 18-64 το ποσοστό φτώχειας είναι 20,6% (18,4% το 2020).
Ο δείκτης κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι σύνθετος δείκτης που περιλαμβάνει το σύνολο των ατόμων που είτε βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας (ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του εθνικού διάμεσου) είτε αντιμετωπίζουν δριμεία υλική στέρηση, είτε διαβιούν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας (τα ενήλικα μέλη εργάζονται έως 20% του συνολικού δυνητικού χρόνου εργασίας).
Οι ανισότητες
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία τα οποία αναφέρονται στην ύπαρξη ανισοτήτων, οι οποίες διογκώνονται εν μέσω ακρίβεια. Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,2 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (4,8 για το 2020). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,1, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη).
Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2020 κατά 2,6%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 10,7%. Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 34,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 13,9%.