Ο κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία συμφώνησε να μην επιβάλει τελικά την έκτακτη εισφορά φυσικού αερίου (2,4 λεπτά/kWh), αλλά να θέσει ανώτατη τιμή για τους καταναλωτές, δίνοντας έτσι τέλος στην ενδοκυβερνητική διαμάχη που είχε ξεσπάσει τις τελευταίες εβδομάδες.
Σύμφωνα με το περιοδικό Der Spiegel, το οποίο επικαλείται τη μελέτη του Ιδρύματος «Χανς Μπέκλερ» για λογαριασμό της κυβέρνησης, το «φρένο τιμής αερίου» θα κοστίσει μεταξύ 15,6 και 36,5 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, ενώ η Handelsblatt αναφέρει ότι θα διατεθούν συνολικά περίπου 150-200 δισεκατομμύρια. Τα κεφάλαια θα αποδεσμευθούν από το Ταμείο Οικονομικής Σταθεροποίησης (WSF), το οποίο δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού προκειμένου να στηρίξει επιχειρήσεις.
Ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ είχε ανακοινώσει στις αρχές Σεπτεμβρίου ότι από την 1η Οκτωβρίου επρόκειτο να εισαχθεί ειδική εισφορά, ύψους 2,419 λεπτά/kWh, προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερότητα της αγοράς ενέργειας. Με την εισφορά, οι πάροχοι ενέργειας, οι οποίοι αγοράζουν πλέον πολύ ακριβότερα, θα είχαν τη δυνατότητα να μετακυλίσουν έως και 90% του επιπλέον κόστους τους στους πελάτες. Η ανακοίνωση του μέτρου προκάλεσε όμως έντονες αντιδράσεις από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) και τους Φιλελεύθερους (FDP), καθώς θα επωφελούνταν οριζόντια οι πάροχοι, ακόμη και αν ήταν κερδοφόροι.
Νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις δεν μειώνουν την κατανάλωση
Η κατανάλωση φυσικού αερίου από νοικοκυριά και επιχειρήσεις ήταν την τελευταία εβδομάδα «σημαντικά πάνω από τη μέση κατανάλωση των προηγούμενων ετών», δήλωσε στο μεταξύ ο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Δικτύων Κλάους Μιούλερ και κάνει λόγο για «απογοητευτική κατάσταση».
«Χωρίς σημαντική εξοικονόμηση -και στον ιδιωτικό τομέα -, ακόμη και όσο η θερμοκρασία συνεχίσει να πέφτει, θα είναι δύσκολο να αποφευχθεί η έλλειψη φυσικού αερίου τον χειμώνα», προειδοποίησε ο κ. Μιούλερ με δηλώσεις του στην Handelsblatt. Ο επικεφαλής της ρυθμιστικής αρχής επεσήμανε πάντως ότι η Γερμανία, δεδομένης της πληρότητας των αποθηκών της, η οποία έχει ξεπεράσει το 91%, θα μπορούσε να περάσει ομαλά τον χειμώνα, υπό τρεις προϋποθέσεις:
- να υλοποιηθούν τα έργα που έχουν ξεκινήσει για την αύξηση των εισαγωγών φυσικού αερίου,
- να παραμείνει σταθερή η παροχή φυσικού αερίου από τις γειτονικές χώρες,
- να γίνει οικονομία στην κατανάλωση, ακόμη και αν έχουμε έναν πιο κρύο χειμώνα.
«Εξαρτάται από τον καθένα μας ξεχωριστά», είπε χαρακτηριστικά.
Λόγω της έλλειψης δικών της τερματικών σταθμών, η Γερμανία έχει μέχρι τώρα προμηθευτεί υγροποιημένο φυσικό αέριο LNG μόνο μέσω των τερματικών σταθμών του Βελγίου και της Ολλανδίας. Τα δύο πρώτα γερμανικά τερματικά LNG, οι λεγόμενες Πλωτές Μονάδες Αποθήκευσης και Επαναεριοποίησης (FSRU) θα μπορούσαν να τεθούν σε λειτουργία ήδη τον χειμώνα.
Σύμφωνα με τη ρυθμιστική αρχή, η κατανάλωση φυσικού αερίου από νοικοκυριά και επιχειρήσεις ήταν μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ κάτω από τη μέση κατανάλωση των προηγούμενων ετών. Την περασμένη εβδομάδα ωστόσο, με σημαντικά χαμηλότερες θερμοκρασίες από την αντίστοιχη εβδομάδα των προηγούμενων ετών, η κατανάλωση έφθασε τις 483 GWh, κατά 14,5% πάνω από τη μέση τιμή των 422 GWh των ετών 2018-2021. «Η εξοικονόμηση πρέπει να επιτευχθεί ανεξαρτήτως των θερμοκρασιών», τονίζει η αρχή και θέτει ως όριο το 20% , προκειμένου να αποφευχθεί η έλλειψη φυσικού αερίου. Τα ιδιωτικά νοικοκυριά και οι μικρότερες επιχειρήσεις ευθύνονται για το 40% της συνολικής κατανάλωσης φυσικού αερίου στη χώρα και το χρησιμοποιούν κυρίως για θέρμανση. Οι μεγάλοι πελάτες, οι οποίοι καταναλώνουν το υπόλοιπο 60% μείωσαν τον Αύγουστο την κατανάλωσή τους κατά 22%, ενώ με 1170 GWh την περασμένη εβδομάδα βρίσκονταν πολύ κάτω από τις 1679 GWh των προηγούμενων ετών.