Η Γαλλία απέφυγε τα δύο χειρότερα σενάρια, μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης είτε του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού της Marine Le Pen ή της αριστερής συμμαχίας με τα πανάκριβα σχέδια δαπανών της. Όμως, η επόμενη ημέρα βρίσκει τη χώρα αντιμέτωπη με πολιτική αβεβαιότητα και δημοσιονομικά προβλήματα.
Είναι ενδεικτική η ανακοίνωση την οποία εξέδωσε σήμερα η S&P Global Ratings, στην οποία οι αναλυτές του οίκου αξιολόγησης εκτιμούν ότι το νέο κοινοβουλευτικό περιβάλλον στη Γαλλία θα περιπλέξει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων πολιτικής. «Κατά την άποψή μας, η σημερινή έλλειψη ορατότητας γύρω από τη φύση της επόμενης κυβέρνησης δημιουργεί αβεβαιότητα σχετικά με τις λεπτομέρειες της οικονομικής και δημοσιονομικής της στρατηγικής», ανέφεραν οι αναλυτές, οι οποίοι είχαν υποβαθμίσει την αξιολόγηση της Γαλλίας σε ΑΑ- από ΑΑ, στα τέλη Μαΐου.
Αν και η S&P περιμένει την κατάθεση του προϋπολογισμού του 2025, έως τις αρχές Οκτωβρίου, εντούτοις τονίζει ότι η όποια κυβέρνηση σχηματιστεί θα δυσκολευτεί να εφαρμόσει ουσιαστικά μέτρα πολιτικής και θα αντιμετωπίζει έναν επίμονο κίνδυνο ψήφου δυσπιστίας.
Μια νέα υποβάθμιση θα μπορούσε να έρθει εάν η ανάπτυξη της Γαλλίας αποδειχθεί χαμηλότερη των προσδοκιών ή εάν η χώρα δεν μπορέσει να μειώσει το έλλειμμά της, καταλήγουν οι αναλυτές.
Berenberg Bank: Το τέλος των μεταρρυθμίσεων
Όπως σημειώνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank, Holger Schmieding, το λιγότερο αρνητικό αποτέλεσμα θα ήταν μια σταθερή κυβέρνηση υπό την ηγεσία της μετριοπαθούς αριστεράς, με τη στήριξη των κεντρώων και πιθανώς των Ρεπουμπλικάνων. Όμως, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό, καθώς η επιτυχία της συμμαχίας του Νέου Λαϊκού Μετώπου καθιστά δύσκολο το σχίσμα μετριοπαθών αριστερών και ακροαριστερών και την εγκατάλειψη των πιο δαπανηρών σημείων του προγράμματός τους.
Η Berenberg δεν αποκλείει μια κυβέρνηση μειοψηφίας υπό έναν κεντρώο-αριστερό πρωθυπουργό, ο οποίος να είναι αποδεκτός για τους κεντρώους.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο γερμανικός επενδυτικός οίκος εκτιμά ότι το αποτέλεσμα των εκλογών σημαίνει το τέλος των θετικών για την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεων του Macron, καθώς οι κεντρώοι θα αναγκαστούν να δεχθούν κάποια αντιστροφή των αλλαγών (όπως τη κρίσιμης αναμόρφωσης του συνταξιοδοτικού) και πιθανώς προοδευτικές αυξήσεις φόρων για να περάσει ο προϋπολογισμός.
Μακροπρόθεσμα, σε συνδυασμό με το πλήγμα στο επενδυτικό προφίλ της Γαλλίας, οι εξελίξεις αυτές θα οδηγήσουν σε μείωση της δυνητικής ανάπτυξης και αύξηση του πληθωρισμού. Σε συνδυασμό με πιθανές υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, το κόστος δανεισμού θα αυξηθεί και τα δημοσιονομικά προβλήματα θα ενταθούν.
ING: Συνεργασία ή πολιτική αστάθεια τα μοναδικά σενάρια για τη Γαλλία
Σύμφωνα με την ING, δύο είναι πλέον τα πιθανότερα σενάρια για τη Γαλλία. Το πρώτο είναι εκείνο μιας κυβέρνησης μειοψηφίας, αφού τα κόμματα εμμένουν στις θέσεις τους και εμφανίζονται απρόθυμα να κάνουν παραχωρήσεις για να εισέλθουν σε έναν ευρύ κυβερνητικό συνασπισμό. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική αστάθεια στη Γαλλία θα συνεχιστεί τουλάχιστον έως τον Ιούνιο του 2025, όταν και ο πρόεδρος θα μπορεί να προκηρύξει νέες εκλογές. Βέβαια, μια τέτοια πολιτική αστάθεια θα σημαίνει και οικονομική αστάθεια.
Το δεύτερο σενάριο μιλά για συνεργασία των κομμάτων, αφού όπως εξηγεί η ING, εάν εξαιρεθούν οι 80 βουλευτές της άκρας αριστεράς και οι 146 της άκρας δεξιάς υπάρχουν πάνω από 350 βουλευτές που θα μπορούσαν να σχηματίσουν έναν ευρύ κυβερνητικό συνασπισμό, έτοιμο να κάνει μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία.
Ασφαλώς, κανένα κόμμα δεν θέλει να φανεί πολύ πρόθυμο να μπει αμέσως σε τέτοιες συζητήσεις, καθώς θα φαινόταν σαν να προδίδει τους ψηφοφόρους του. «Όμως τα πράγματα θα μπορούσαν να αλλάξουν όταν η σκόνη των εκλογών κατακαθίσει», σημειώνουν οι αναλυτές της ING.
Eurasia Group: 2 σενάρια και στο βάθος η Marine Le Pen
Σύμφωνα με την Eurasia Group, θα χρειαστούν ενδεχομένως πολλές εβδομάδες για να ξεδιαλύνει το πολιτικό σκηνικό στη Γαλλία. Ο οίκος γεωπολιτικών αναλύσεων δίνει 55% πιθανότητες στον σχηματισμό ενός ευρύ κυβερνητικού συνασπισμού από τις μετριοπαθείς δυνάμεις του κοινοβουλίου και 45% σε μία υπηρεσιακή κυβέρνηση που θα αναλάβει μέχρι τις επόμενες εκλογές, σε 12 μήνες από τώρα.
Σε κάθε περίπτωση, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η Γαλλία αντιμετωπίζει τώρα μία περίοδο βαθιάς πολιτικής σύγχυσης, την οποία η Marine Le Pen μπορεί να εκμεταλλευτεί. Καθώς οι άλλες δυνάμεις της δεξιάς, της αριστεράς και του κέντρου τσακώνονται, θα δυσκολευτούν να συμφωνήσουν πάνω στα θέματα που απασχολούν τους ψηφοφόρους (μεταναστευτικό, κόστος ζωής, δημόσιες υπηρεσίες, εκτίναξη του ελλείμματος).
UBS: Η ακυβερνησία είναι το καλύτερο σενάριο
Σαν την καλύτερη πιθανή λύση για τους επενδυτές χαρακτηρίζει η UBS το γεγονός ότι κανένα κόμμα δεν εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Σε κάθε περίπτωση, ο οίκος θεωρεί ότι η μεταβλητότητα θα παραμείνει υψηλή, καθώς κάποιος βαθμός risk premium θα παραμείνει.
Οι αναλυτές του ελβετικού οίκου θεωρούν πιθανό ένα σενάριο «συγκατοίκησης», με τον πρωθυπουργό να προέρχεται από άλλο κόμμα σε σχέση με τον πρόεδρο.
Ένα από τα πιο κρίσιμα σημεία για την όποια επόμενη κυβέρνηση θα είναι η ψήφιση του προϋπολογισμού του 2025, που θα πρέπει να λάβει υπόψη τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε. Με το γαλλικό έλλειμμα να ξεπερνά το 5,5% του ΑΕΠ το 2023 και την Κομισιόν να εκτιμά ότι θα μειωθεί μόνο στο 5,3% φέτος, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να μπει σε τεχνικό διάλογο με την Επιτροπή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Capital Economics: Η Γαλλία απέφυγε τα χειρότερα αλλά η δημοσιονομική κατάσταση είναι δύσκολη
Για τους επενδυτές, το χθεσινοβραδινό αποτέλεσμα-έκπληξη του δεύτερου γύρου των γαλλικών εκλογών σημαίνει ότι τα χειρότερα πιθανά σενάρια αποφεύχθηκαν στη Γαλλία, εκτιμά η Capital Economics. Βέβαια, ένας κίνδυνος θα ήταν ο διορισμός του ακρο-αριστερού Jean-Luc Mélenchon ως πρωθυπουργού. Όμως, ακόμα εάν αυτό δεν συμβεί, η ακυβερνησία θα δυσκολέψει τις προσπάθειες της δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτείται στη Γαλλία, σημειώνουν οι αναλυτές.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, είναι πιθανό ότι το Νέο Λαϊκό Μέτωπο θα μπορούσε να κυβερνήσει εάν μετριάσει το πρόγραμμά του. Ή θα μπορούσε να υπάρξει ένας συνασπισμός αριστερών, κεντρώων και δεξιών κομμάτων, εξαιρουμένου του RN της Marine Le Pen και ίσως ακόμη και του LFI του Mélenchon.επενδυτικοι οικοι, Γαλλια, εκλογές
Εάν δεν υπάρξει συμφωνία για τον σχηματισμό κυβέρνησης, ο Macron θα μπορούσε να διορίσει μια τεχνοκρατική κυβέρνηση για να επιβλέπει την καθημερινή λειτουργία του κράτους μέχρι να μπορέσουν να προκηρυχθούν οι επόμενες εκλογές. Πάντως, το σύνταγμα δεν επιτρέπει στον πρόεδρο να ζητήσει άλλες εκλογές για τουλάχιστον 12 μήνες.
Σε κάθε περίπτωση, ένα κατακερματισμένο κοινοβούλιο σημαίνει ότι θα είναι δύσκολο για την όποια επόμενη κυβέρνηση να περάσει τις περικοπές στον προϋπολογισμό που απαιτούνται ώστε η χώρα να συμμορφωθεί με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε. και να βάλει το χρέος της σε βιώσιμη τροχιά.
Barclays και Citi βλέπουν πολιτικό αδιέξοδο
Η βρετανική Barclays και η αμερικανική Citi συμφωνούν ότι ο νικητής στον δεύτερο γύρο στις βουλευτικές εκλογές της Γαλλίας είναι το πολιτικό αδιέξοδο αλλά διαφωνούν ως προς το γεγονός που αφορά στην αβεβαιότητα και την πορεία της από εδώ και πέρα.
Ο βρετανικός οίκος της Barclays επισημαίνει ότι τα αποτελέσματα δεν αφήνουν καμία ομάδα ικανή να σχηματίσει κυβέρνηση, πράγμα που σημαίνει ότι η υπάρχουσα κατάσταση (status quo) ισχύει προς το παρόν και απομακρύνει τα σενάρια κινδύνου από το τραπέζι. Η Citi, ωστόσο, προβλέπει ότι το εκλογικό αποτέλεσμα ανοίγει την «πόρτα» σε ένα σενάριο για έναν Γάλλο πρωθυπουργό προερχόμενο από την αριστερά, που τελικά οδηγεί σε αύξηση της αβεβαιότητας αντί για μείωσή της και η οποία είναι πιθανό η αβεβαιότητα να παραμείνει ακόμη και μετά τον τελικό σχηματισμό κυβέρνησης.
Η Barclays επισημαίνει ότι οι Γάλλοι ψηφοφόροι ανέτρεψαν το σενάριο, δίνοντας απροσδόκητα τις περισσότερες έδρες στο κοινοβούλιο σε έναν αριστερό συνασπισμό και σπρώχνοντας την ακροδεξιά στην τρίτη θέση. Το κεντρώο μπλοκ του προέδρου Μακρόν ήρθε δεύτερο. «Καθώς καμία ομάδα δεν είναι σε θέση να σχηματίσει άμεσα κυβέρνηση, αναμένουμε ότι οι συνομιλίες για τον συνασπισμό θα τραβήξουν σε μάκρος χρονικά και ότι οι πιο ακραίες πολιτικές προτάσεις θα αποσυρθούν από το τραπέζι. Αυτό σημαίνει status quo, προς το παρόν, αν και δεν περιμένουμε τα επιτόκια των ομολόγων να επιστρέψουν στο σημείο που βρίσκονταν πριν από την προκήρυξη των εκλογών, καθώς οι δημοσιονομικές προοπτικές ενδέχεται να θολώσουν από τις πολιτικές συναλλαγές», εξηγεί ο οίκος.
«Από την άλλη, η απομάκρυνση ορισμένων κινδύνων δεν σημαίνει ότι ήρθε η ώρα να αγοράσουμε ευρώ. Η ανταμοιβή κινδύνου ευνοεί την πώληση των ράλι του ευρώ, ενώ τα νομίσματα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που επηρεάστηκαν περισσότερο από την προοπτική μιας δεξιάς κυβέρνησης μπορεί να προσφέρουν κάποια πιθανή ανοδική ανακούφιση. Συνεχίζουμε να διατηρούμε τις τοποθετήσεις long (σ.σ. θέσεις αγοράς) στην Ισπανία έναντι της Γαλλίας στα δεκαετή ομόλογα και θεωρούμε ότι με τον εκλογικό κίνδυνο να έχει απομακρυνθεί», προβλέπει η Barclays.
Η αμερικανική Citi από την πλευρά της σημειώνει ότι οι γαλλικές βουλευτικές εκλογές καταλήγουν σε αδιέξοδο στο κοινοβούλιο, αν και η διαμόρφωση μιας ασθενέστερης απόδοσης του κόμματος της Λεπέν αποτέλεσε έκπληξη. Το τελικό αποτέλεσμα είναι καλύτερο για τις αγορές από μια ακροδεξιά/αριστερή πλειοψηφία, αλλά η βασική έκπληξη είναι ότι ανοίγει την ‘πόρτα’ για έναν αριστερό πρωθυπουργό, μια πιθανότητα που η αγορά είχε προεξοφλήσει μετά το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου.
«Αυτή η πιθανότητα αποτελεί έναν αυξανόμενο κίνδυνο για τα γαλλικά ομόλογα σχετικά με τις πιο δύσκολες δημοσιονομικές επιπτώσεις και θα πρέπει να οδηγήσει σε μεταβλητότητα. Μεσοπρόθεσμα, το γεγονός αυτό αυξάνει επίσης την απότομη πίεση στην καμπύλη των γαλλικών ομολόγων έναντι των άλλων ευρωπαϊκών ομολόγων, αν και το δεκαετές είναι πιθανό να παραμείνει στα τρέχοντα επίπεδα του βραχυπρόθεσμα. Η μόνη πιθανότητα σύσφιξης των spreads των γαλλικών ομολόγων είναι αν υπάρξει ένας κεντρώος συνασπισμός με συμμετοχή όλων πλην των ακροδεξιών και ακροαριστερών κομμάτων (Rassemblement National – RN και La France Insoumise – LFI), ο οποίος εξακολουθεί να είναι αριθμητικά εφικτός, αλλά θα ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί στην πράξη. Το αποτέλεσμα, συνολικά, φαίνεται να οδηγεί σε αύξηση της αβεβαιότητας αντί για μείωση της, η οποία είναι πιθανό να παραμείνει ακόμη και μετά τον τελικό σχηματισμό κυβέρνησης. Αυτό είναι πιθανό να συνεχίσει να επιβαρύνει τις αποδόσεις των γαλλικών ομολόγων για μακρύ χρονικό διάστημα, κατά την άποψή μας», συμπεραίνει ο αμερικανικός οίκος.