Η ενεργειακή μετάβαση έχει αποτελέσει ένα από τα κύρια θέματα συζήτησης τα τελευταία χρόνια. Το πως θα λάβει χώρα αυτή η μετάβαση, όμως, δεν είναι ακόμα σίγουρο. Όλα κρίνονται από πολλαπλούς παράγοντες, όπως τεχνολογία, επενδύσεις και διεθνής συνεργασία. Όλοι οι παράγοντες αυτοί αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.
Το θέμα της ενεργειακής μετάβασης ήταν το κύριο ζήτημα που κλήθηκαν να συζητήσουν οι αναλυτές στο Atlantic Council Global Energy Forum που έλαβε χώρα στο Ντουμπάι την περασμένη Τρίτη.
Κυβερνοασφάλεια
«Στο επίκεντρο της ενεργειακής μετάβασης βρίσκεται η ψηφιοποίηση», ανέφερε ο Leo Simonovic, αντιπρόεδρος και επικεφαλής της ψηφιακής βιομηχανικής ασφάλειας της Siemens Energy. «Στον τομέα της ενέργειας, περίπου 2 δισεκατομμύρια συσκευές θα προστεθούν στο ενεργειακό οικοσύστημα τα επόμενα δύο χρόνια. Οι συσκευές αυτές, όμως, μπορεί να αποτελέσουν στόχαστρο των χάκερς», τόνισε ο Simonovich, τονίζοντας πως «σε ένα σύστημα το οποίο βασίζεται όλο και περισσότερο στη συνδεσιμότητα και την αλληλολειτουργία, μια τέτοια επίθεση μπορεί να έχει τρομακτικές συνέπειες. Δε μιλούμε μόνο για την απώλεια δεδομένων αλλά και για την ίδια μας την ασφάλεια. Μία κυβερνοεπίθεση μπορεί να “ρίξει” ολόκληρα ηλεκτρικά δίκτυα ή να σταματήσει την παροχή φυσικού αερίου».
Γεωπολιτική
Εκτός από την κυβερνοασφάλεια, τεράστιο ρόλο παίζει και η γεωπολιτική, όσον αφορά τη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σύμφωνα με τον Abdurrahman Khalidi, CTO της GE Gas Power: «Μας πήρε πολλές δεκαετίες, μέχρι το 2015, για να φτάσουμε στη Συμφωνία του Παρισιού, και να συμφωνήσουμε πως η κλιματική αλλαγή αποτελεί πραγματική απειλή. Για την απαγκίστρωσή μας από τον άνθρακα θα χρειαστούμε εξαιρετική και διευρυμένη διεθνή συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεων. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω πως στην παρούσα φάση ο κόσμος είναι υπερβολικά διχασμένος».
Οι δηλώσεις του Khalidi προφανώς υπογραμμίζουν τη σημασία της ρωσικής ενέργειας τη στιγμή που ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται. Η σύγκρουση αυτή έχει δημιουργήσει τεράστια διπλωματικά επεισόδια και απειλεί πολλά σχέδια διεθνούς συνεργασίας με ανατροπή. Αποκύημα αυτής ήταν η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ των ΗΠΑ και της Ε.Ε. για την παροχή 15 εκατ κυβικών μέτρων LNG προς τη Γηραιά Ήπειρο σε μια συντονισμένη προσπάθεια για την απαγκίστρωσή της από τη ρωσική ενέργεια.
Δεδομένης της σημασίας των υδρογονανθράκων στη μοντέρνα καθημερινότητα, οποιαδήποτε μετάβαση σε μία οικονομία και ένα σύστημα το οποίο βασίζεται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα χρειαστεί τεράστια ποσά χρηματοδότησης.
Σύμφωνα με την Kara Mangone, επικεφαλής της κλιματικής στρατηγικής της Goldman Sachs «οι αναλύσεις μας υπολογίζουν πως θα μας πάρει από 100 μέχρι 150 τρισ δολάρια σε χρηματοδότηση, 3-5 τρισ ετησίως, για την επίτευξη των κλιματικών στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού, κάτι που προφανώς είναι υπερβολικά υψηλό. Περίπου το ήμισυ της χρηματοδότησης θα πρέπει να επικεντρωθεί σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται ευρέως. Το υπόλοιπο 50%, όμως, θα πρέπει να επικεντρωθεί στην αιχμαλώτιση του άνθρακα από το περιβάλλον και τη δημιουργία υδρογόνου, τη δημιουργία βιώσιμων εναλλακτικών αεροπορικών καυσίμων, ηλεκτρικών μπαταριών και τεχνολογιών οι οποίες δεν κυκλοφορούν ακόμα στην αγορά σε ευρύ επίπεδο».
Σύμφωνα με την Mangone «δε μπορούμε να περιορίσουμε τη χρηματοδότηση του τομέα της άντλησης υδρογονανθράκων αφού οι τομείς αυτοί είναι εξαιρετικά σημαντικοί για τη μετάβασή μας».
Άθλος
Η εύλογη και σωστή μετάβαση αποτελεί τεράστιο άθλο, ιδιαίτερα εάν κανείς αναλογιστεί την παρούσα διεθνή και οικονομική κατάσταση. Οι υδρογονάνθρακες είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την παγκόσμια οικονομία και οι εταιρείες συνεχίζουν να αντλούν.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση της ΙΕΑ, το 2021 αποτέλεσε χρονιά-ρεκόρ όσον αφορά την εκπομπή ρυπογόνων αερίων στην ατμόσφαιρα, καταγράφοντας αύξηση κατά 6% σε σχέση με το 2020, στους 36,3 δισ τόνους. Σύμφωνα με την ΙΕΑ, ο κύριος λόγος της αύξησης αυτής ήταν η καύση άνθρακα, η οποία προκάλεσε το 40% των αερίων.