Μειώστε τη φορολογία στις επιχειρήσεις, για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε πιο αποτελεσματικά τη σημερινή κρίση. Και ταυτόχρονα, για να είμαστε σε θέση να ανταγωνιστούμε στα ίσια τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες στις οποίες οι φορολογικοί συντελεστές είναι πολύ πιο χαμηλοί.
Αυτό είναι το μήνυμα που στέλνει, σύσσωμος σχεδόν, ο επιχειρηματικός κόσμος της Γερμανίας προς την κυβέρνηση και συνολικά το πολιτικό σύστημα. Με τον τρόπο αυτό δε, προσπαθεί να βάλει και τη δική του σφραγίδα στην φετινή, εκλογική χρονιά και να εντάξει στην ατζέντα της αναμενόμενης πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στα κόμματα και τα δικά του αιτήματα.
«Οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις είναι σε θέση να συμβάλλουν ώστε να αντιμετωπίσουμε ταχύτερα τις οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης του κοροναϊού», δήλωσε το στέλεχος της Ένωσης Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), Μόνικα Βίνεμαν. «Είναι σαφές ότι η Γερμανία αποτελεί και πάλι για τις επιχειρήσεις μια χώρα υψηλής φορολογίας», είπε από την πλευρά του ο επικεφαλής του ινστιτούτου της Handelsblatt, Μπερτ Ρίρουπ.
Μπάιντεν και φορολογία
Όπως είναι προφανές, το βλέμμα όλων είναι στραμμένο κυρίως προς την πλευρά των ΗΠΑ και τις αποφάσεις που θα λάβει ο νέος πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, όσον αφορά στη φορολογία. Θα διατηρήσει σε ισχύ τη μεταρρύθμιση που εισήγαγε ο Ντόναλντ Τραμπ, μειώνοντας τους συντελεστές φορολόγησης των κερδών των επιχειρήσεων από το 39% στο 26% κατά μέσο όρο; Προτίθεται να την ακυρώσει – και αν ναι, στο σύνολό της ή κατά ένα μέρος; Και ποιο θα είναι αυτό;
Αξίζει να σημειωθεί, άλλωστε, ότι σε αυτό το μέτωπο υπάρχουν αρκετοί που θεωρούν ότι ο Τραμπ, σε αντίθεση με τις πολιτικές του επιδόσεις, τα πήγε πολύ καλά. Ανάμεσά τους και ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Κένεθ Ρόγκοφ, ο οποίος σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Handelsblatt είχε επαινέσει τη φορολογική ελάφρυνση.
Αλλά και πολλές από τις χιλιάδες γερμανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ προτίθενται – περίπου μία στις τρεις με βάση πρόσφατη δημοσκόπηση του Ifo – να αυξήσουν τις επενδύσεις τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού προκειμένου να εκμεταλλευτούν τους χαμηλότερους συντελεστές και το σαφώς πιο ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Την ίδια στιγμή, όμως, οι μισές από αυτές θα περιορίσουν τις επενδύσεις τους στην Γερμανία – κάτι που, προφανώς, προκαλεί ανησυχία στο Βερολίνο.
Τα δεδομένα στην Ευρώπη είναι, βεβαίως, διαφορετικά, όμως αυτό δεν σημαίνει πως μια μεταρρύθμιση τύπου Τραμπ δεν είναι επιθυμητή από πολλούς. Πολύ περισσότερο καθώς μετά την ανακοίνωσή της, το 2018, μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες ακολούθησαν τον δρόμο του, έστω και λιγότερο τολμηρά – όπως η Γαλλία (επίσης στόχος είναι η φορολογία των κερδών να μην υπερβαίνει το 25%), η Ιταλία, το Βέλγιο και, βεβαίως, το Ηνωμένο Βασίλειο.
Τα τρία αιτήματα της BDI
Ο κατάλογος των αιτημάτων της BDI προς την επόμενη κυβέρνηση, που θα αναδειχθεί από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, είναι πάντως σαφής: Μείωση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης για τις επιχειρήσεις το πολύ στο 25% από 30% που είναι σήμερα. Κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης. Κατάργηση του ειδικού φόρου που προορίζεται για τις κοινότητες και τα κρατίδια και αύξηση του ποσοστού τους επί του ομοσπονδιακού φόρου.
Όπως είναι αναμενόμενο, βεβαίως, δεν συμφωνούν όλοι με τις παραπάνω προτάσεις, ούτε γενικώς με τη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις, ειδικά στην περίοδο της κρίσης. Η διαφωνία δε έγκειται τόσο σε πρακτικούς λόγους όσο και σε ιδεολογικές διαφορές.
Για του λόγου το αληθές, ο γενικός γραμματέας δημοσίων εσόδων της Γερμανίας, Ρολφ Μπίσινγκερ (πρόσκειται στους συγκυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες) ισχυρίζεται πως εάν γίνουν δεκτές οι παραπάνω προτάσεις, τότε η «τρύπα» που θα δημιουργηθεί στα έσοδα θα φτάνει στα 34 δισ. ευρώ ετησίως. Κι αυτό, όπως σημειώνει, δεν μπορεί να είναι αποδεκτό σε μια περίοδο που η Γερμανία έχει επιπλέον δαπάνες και αναγκάζεται να βγει εκ νέου στις αγορές για να δανειστεί.
Αλλά και το ΔΝΤ θεωρεί πως ναι μεν οι φορολογικές ελαφρύνσεις προς τις επιχειρήσεις τονώνουν τον ρυθμό ανάπτυξης και τις επενδύσεις, όχι όμως στον βαθμό που αυτό γινόταν στο παρελθόν. Αιτία, όπως σημειώνει, είναι το γεγονός ότι η ψηφιακή στροφή στην οικονομία και την παραγωγή έχει αλλάξει τα δεδομένα – για παράδειγμα, οι «Big Tech» των ΗΠΑ κερδίζουν πολλά από τη χαμηλή φορολόγηση και την εκμετάλλευση των φορολογικών «παραδείσων», όμως δεν αξιοποιούν τα κεφάλαιά τους για νέες επενδύσεις, αλλά κυρίως για εξαγορές επιχειρήσεων και για επαναγορές μετοχών από τα χρηματιστήρια.
Με διαφορετικές απόψεις εμφανίζονται και οι οικονομολόγοι σε αυτό το θέμα. Σε άλλη έρευνα του Ifo, το 54% των ερωτηθέντων αντιμετωπίζει θετικά τη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις, υπάρχει όμως ένα 24% που τάσσεται κατά, ενώ οι υπόλοιποι προτιμούν να μην εκφέρουν γνώμη.
Η απόφαση δεν θα είναι εύκολη για τη νέα γερμανική κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.