Τη μεγαλύτερη μείωση μετά το 2009, τη χρονιά δηλαδή που κορυφώθηκε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, κατέγραψαν πέρυσι οι εξαγωγές της Γερμανίας, αποδεικνύοντας εκ νέου την ισχύ του πλήγματος που κατάφερε η πανδημία στην μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας έδειξαν ότι η αξία τους έφτασε στα 1.204,7 δισ. ευρώ, ποσό μικρότερο κατά 9,3% σε σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο έτος (το 2009 η μείωση ήταν της τάξης του 18,4%), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις εισαγωγές διαμορφώθηκε στο 7,1% (17,5% το 2009).
Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να σημειωθεί πως υπάρχουν και αισιόδοξες πλευρές στα χθεσινά στοιχεία. Το ένα έχει να κάνει με την εμφανή τάση ανάκαμψης της εμπορικής δραστηριότητας που καταγράφηκε τον Δεκέμβριο: Για του λόγου το αληθές, οι εξαγωγές ήταν αυξημένες κατά 2,7% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019, ενώ η αύξηση στις εισαγωγές έφτασε στο 3,5%
Το δεύτερο στοιχείο αφορά στο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας. Παρά το γεγονός ότι μειώθηκε για τέταρτο συνεχόμενο έτος, εξακολουθεί να είναι εντυπωσιακό – 179,1 δισ. ευρώ – και αποδεικνύει ότι το εξωτερικό εμπόριο και κυρίως οι εξαγωγές εξακολουθούν να αποτελούν την «ατμομηχανή» της οικονομίας της χώρας.
Η θετική πλευρά
Εδώ, μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι για αρκετούς η παραπάνω μείωση αποτελεί θετική ένδειξη – η οποία, βεβαίως, μένει να επιβεβαιωθεί μόλις παρέλθει η κρίση της πανδημίας. Αυτό συμβαίνει, αφενός, επειδή η Γερμανία μοιάζει να έρχεται πιο κοντά στους κανόνες της ΕΕ και του Δημοσιονομικού Συμφώνου, που απαιτούν το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να μην υπερβαίνει το 6% του ΑΕΠ κάθε χώρας. Και αφετέρου, διότι επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ισορροπία στην οικονομία, με ενίσχυση του ρόλου της εσωτερικής κατανάλωσης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, αναμφίβολα, και τα στοιχεία που αφορούν τους βασικούς εμπορικούς εταίρους του Βερολίνου. Εκτός των άλλων, επειδή βοηθούν και στην ερμηνεία της γενικότερης πολιτικής στάσης απέναντί τους.
Έτσι, στην πρώτη θέση των χωρών που αποτελούν προορισμό των γερμανικών εξαγωγών παρέμειναν το 2020 οι Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά τη μείωση της αξίας των εξαγόμενων προϊόντων κατά 12,5% έναντι του 2019 – κάτι που οφείλεται τόσο στην κρίση όσο και στην πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ για μείωση του ελλείμματος των ΗΠΑ – αυτή έφτασε στα 103,8 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 8,6% το συνόλου.
Στη δεύτερη θέση βρέθηκε η Κίνα, με την αξία των γερμανικών προϊόντων που εξήχθησαν προς αυτήν να παραμένει πρακτικά αμετάβλητη και να φτάνει στα 95,9 δισ. ευρώ. Έτσι, οι Κινέζοι ξεπέρασαν τους Γάλλους, καθώς οι εξαγωγές προς αυτούς υποχώρησαν πέρυσι κατά 14,6% – παράλληλα, η Κίνα αποτελεί και τη χώρα από την οποία η Γερμανία εισήγαγε τα περισσότερα αγαθά, με την αξία τους να φτάνει το 2020 τα 116,2 δισ. ευρώ (αύξηση κατά 5,6% έναντι του 2019).