Η ανάταξη της ελληνικής οικονομίας καθυστέρησε αδικαιολόγητα (και) λόγω εσφαλμένης διάγνωσης από μεγάλο μέρος των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Δεν ήταν η εφαρμογή των μνημονίων που επέφερε την κρίση, αλλά ο προηγηθείς δημοσιονομικός εκτροχιασμός που κατέστησε αναπόφευκτη την επιβολή των μνημονίων. Ίσως μόνο το τρίτο μνημόνιο μπορούσε να αποφευχθεί, αλλά και αυτό κατέστη αναγκαίο λόγω της διαχειριστικής ανεπάρκειας της "πρώτη φορά Αριστεράς" και του επί εξάμηνο υπουργού οικονομικών αυτής, του γνωστού και ως "Γιάνη με ένα νι".
Σε κάθε περίπτωση, με αφορμή τον τραγικό θάνατο δεκάδων ανθρώπων λόγω ανθρώπινων και συστημικών ανεπαρκειών στις σιδηροδρομικές συγκοινωνίες είναι σκόπιμο να θυμηθούμε την βασική διάκριση μεταξύ "επείγοντος" και "σημαντικού". "Επείγον" είναι κάτι που απαιτεί την άμεση προσοχή. Το "σημαντικό" έχει να κάνει με τα αποτελέσματα.
Σημαντικό είναι κάθε τι που συνεισφέρει στην αποστολή μας, στην υλοποίηση στόχου μεγάλης σημασίας, στη διατηρήσιμη βελτίωση. Σε δημόσιο επίπεδο, είναι ατυχώς η εντυπωσιοθηρία και η ικανοποίηση βραχυπρόθεσμων πολιτικών αναγκών που οδηγούν σε λανθασμένες προτεραιότητες μεταξύ επειγόντων και σημαντικών θεμάτων. Τα σταθερά αποτελέσματα εσφαλμένων ιεραρχήσεων είναι : εξαγγελίες που ουδέποτε πραγματοποιούνται (με συνέπεια την αναξιοπιστία, δηλ. την καταστροφή πολιτικού κεφαλαίου), ανούσιες πολιτικές αντιδικίες, πλειοδοσία παροχών, υπερχρέωση και (το κρισιμότερο όλων) εξουθένωση επόμενων γενεών.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεσμεύθηκε στο τελευταίο Υπουργικό Συμβούλιο με δύο φράσεις : "Ποτέ ξανά" και "Τώρα ή Ποτέ". Προϋπόθεση, βεβαίως, για να γίνουν πράξεις τα συνθήματα αυτά είναι ο εντοπισμός της πηγής των δεινών που μαστίζουν την Ελλάδα επί δεκαετίες και η εφαρμογή των σωστών μέτρων για την αντιμετώπισή τους με αποφασιστικότητα και αίσθηση του κατεπείγοντος.
Τρεις είναι, σε γενικές γραμμές, οι πηγές των δεινών: οι ιδιοτελείς πολιτικοί, οι ασύδοτοι συνδικαλιστές και οι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες.
Ας πούμε λίγα λόγια για κάθε κατηγορία, αρχίζοντας με αντίστροφη σειρά. Οι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, μικροί, μεσαίοι και μεγάλοι, ζητούν ελεύθερη οικονομία για όλους τους άλλους εκτός από την επιχείρησή τους, την οποία ταυτίζουν με το εθνικό συμφέρον και η οποία έχει ανάγκη από προστασία, δασμούς, επιδοτήσεις για να επιβιώσει. Προς τον σκοπό αυτόν, αντί να ασχολούνται πρωτίστως με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησής τους, την ανάπτυξη καινοτομιών και την εφαρμογή σύγχρονων οργανωτικών μεθόδων, προσπαθούν να εξασφαλίσουν την εύνοια ισχυρών πολιτικών προσώπων και υψηλόβαθμων στελεχών της δημόσιας διοίκησης (ευνοιοκρατικός καπιταλισμός).
Ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης τέτοιων φαινομένων διαπλοκής είναι η τόνωση του ανταγωνισμού και η αποφυγή παρεμβάσεων στη λειτουργία της οικονομίας (με εξαίρεση, εννοείται, σε περιόδους κρίσεων για την προστασία ευάλωτων ομάδων). Προς την κατεύθυνση αυτή χρειάζονται: προσέλκυση επενδύσεων, εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης, σταθερό φορολογικό καθεστώς με χαμηλούς συντελεστές, περιορισμός της πολυνομίας που εκτρέφει την γραφειοκρατία και τη διαφθορά.
Δεύτερη πηγή δεινών είναι οι ασύδοτοι συνδικαλιστές, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα (κυρίως σε τομείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα που παρέχουν ζωτικής σημασίας υπηρεσίες υπό μονοπωλιακές συνθήκες) να παραλύουν τον ομαλό τρόπο λειτουργίας ολόκληρων πόλεων ή και κρατών. Στη χώρα μας η ρίζα του κακού ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ ανήγαγε τον συνδικαλισμό σε ένα από τα τρία, κατ’ αυτόν ισότιμα, "βάθρα της δημοκρατίας", μαζί με το κοινοβούλιο και την τοπική αυτοδιοίκηση. Τα πάσης φύσεως προνόμια που αλόγιστα θεσπίσθηκαν υπέρ των συνδικαλιστικών εκπροσώπων οδήγησαν σε ουσιαστική συνδιοίκηση, σε αποσύνδεση της βαθμολογικής και μισθολογικής εξέλιξης των στελεχών, υπαλλήλων και εργατών και, τελικά, σε συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης. Η κατάσταση, πραγματικά, δεν πάει άλλο.
Οι τρόποι θεραπείας είναι γνωστοί: δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε ποια ήταν η κατάσταση στον ΟΤΕ, στη ΔΕΗ, στον ΟΛΠ, σε αεροδρόμια και λιμάνια, πριν ιδιωτικοποιηθούν, για να βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα. Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι, ασφαλώς, ένα πολύτιμο εργαλείο. Οι συνδικαλιστές, πάντως, θα πρέπει, στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, όταν προκαλούν παρανόμως ζημία ή βλάβη σε άλλους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, να υπέχουν τις ίδιες αστικές και ποινικές ευθύνες που προβλέπει για όλους η ισχύουσα νομοθεσία. Το δικαίωμα της απεργίας πρέπει, χωρίς αμφιβολία, να είναι ελεύθερο αλλά με τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων, αποφυγή κατάχρησης δικαιώματος και αντίστοιχη αναγνώριση του δικαιώματος προς εργασία. Έσχατο αλλά όχι ελάχιστο, στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση – η οποία πρέπει να κινηθεί άμεσα – να καταργηθεί η μονιμότητα για τους νεοπροσλαμβανόμενους δημοσίους υπαλλήλους.
Ως προς την αναβάθμιση του πολιτικού συστήματος και την αντιμετώπιση του περιβόητου "πολιτικού κόστους", είναι και πάλιν αναγκαία μία ευρεία συνταγματική μεταρρύθμιση, η οποία, μεταξύ άλλων, θα όριζε τα εξής: Σταθερή κοινοβουλευτική και κυβερνητική θητεία για τέσσερα ή πέντε έτη, χωρίς καμία δυνατότητα πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Πλήρες ασυμβίβαστο μεταξύ υπουργικής και βουλευτικής ιδιότητας. Μείωση του αριθμού των βουλευτών σε 200 ή 240. Θέσπιση ανώτατου ορίου δύο ή, το πολύ, τριών θητειών για κάθε αιρετό αξίωμα. Αλλαγή του εκλογικού νόμου με κατάργηση του σταυρού προτίμησης και εκλογή των 2/3 του συνολικού αριθμού των βουλευτών με πλειοψηφικό σύστημα σε μονοεδρικές περιφέρειες και του 1/3 με αναλογικό σύστημα βάσει κομματικής λίστας. Αλλαγή της νομοθεσίας περί ευθύνης των υπουργών και ασυλίας των βουλευτών. Ρυθμίσεις για τη δημοκρατική οργάνωση και τη χρηματοδότηση των κομμάτων. Σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου, θέσπιση συνταγματικών περιορισμών δημοσιονομικής φύσεως (κυρίως ως προς το ύψος των ελλειμμάτων, της φορολογίας και της δυνατότητας δανεισμού).
Με τέτοιες βαθιές τομές είναι δυνατόν να περιορισθούν οι εκτροχιασμοί, οι πάσης φύσεως ‘’τράκες’’ και τα δεινά που μαστίζουν την χώρα. Ποιο κόμμα, ποιος υποψήφιος πρωθυπουργός, ποιοι υποψήφιοι βουλευτές πείθουν ότι μπορούν να πραγματοποιήσουν κάποιες από αυτές τις τομές ; Για κάθε ορθολογικά σκεπτόμενο ψηφοφόρο η επιλογή είναι προφανής.
* Ο Κώστας Χριστίδης είναι νομικός- οικονομολόγος