Μείωση των διαθέσιμων εργατικών χεριών στην Ασία αντιμετωπίζουν πολλές εταιρείες της ηπείρου, ενώ αντίστοιχα φαινόμενα έχουν καταγραφεί στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ μεταβάλλοντας για τα καλά τον χάρτη της απασχόλησης. Πλέον οι νέοι στην Ασία σε γενικές γραμμές δεν θέλουν να εργαστούν σε εργοστάσια πολυεθνικών ή μη, όπως προκύπτει από έρευνα της «Wall Street Journal».
Εταιρείες στη χώρα προσπαθούν να κάνουν το περιβάλλον εργασίας πιο δελεαστικό με επιπλέον παροχές και ταυτόχρονα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου προς τις δυτικές εταιρείες που βασίζονται στο φθηνό εργατικό δυναμικό της περιοχής για να παράγουν προσιτά καταναλωτικά αγαθά, όπως δείχνει η έρευνα.
«Το λυκόφως της εξαιρετικά χαμηλής ασιατικής εργασίας εργοστασίων αναδύεται ως η τελευταία δοκιμή του παγκοσμιοποιημένου κατασκευαστικού μοντέλου, το οποίο τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχει παραδώσει τεράστια γκάμα φθηνά παραγόμενων προϊόντων στους καταναλωτές σε όλο τον κόσμο. Οι Αμερικανοί που είναι συνηθισμένοι στη μόδα σε χαμηλές τιμές και στις τηλεοράσεις επίπεδης οθόνης ενδέχεται σύντομα να υπολογίσουν υψηλότερες τιμές», είναι η προειδοποίηση που πλέον αποστέλλεται.
Ως απάντηση στην κρίση ασιατικά εργοστάσια αναγκάστηκαν να αυξήσουν τους μισθούς και να υιοθετήσουν πιο δαπανηρές στρατηγικές για τη διατήρηση των εργαζομένων, περιλαμβανομένων και αυτών με ηλικία τα 20 έτη. Πρόκειται για στρατηγικές από τη βελτίωση των παροχών σίτισης μέχρι την κατασκευή νηπιαγωγείων για τα παιδιά των εργαζομένων.
Ενδεικτικά, η εταιρεία κατασκευής παιχνιδιών Hasbro ανακοίνωσε φέτος ότι οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού στο Βιετνάμ και την Κίνα έχουν αυξήσει το κόστος. Η Mattel που κατασκευάζει μεταξύ άλλων προϊόντα με την ονομασία Barbie, η οποία έχει μεγάλη παραγωγική βάση στην Ασία, αντιμετωπίζει επίσης υψηλότερο κόστος εργασίας. Και οι δύο εταιρείες έχουν αυξήσει τις τιμές για τα προϊόντα τους. Η Nike, η οποία κατασκευάζει τα περισσότερα παπούτσια της στην Ασία, ανακοίνωσε τον Ιούνιο ότι το κόστος των προϊόντων της είχε αυξηθεί λόγω των υψηλότερων δαπανών εργασίας, αναφέρει η «WSJ».
Στην Ευρώπη
Αντίστοιχα φαινόμενα καταγράφηκαν τα τελευταία δύο χρόνια και στην Ευρώπη. Μπορεί η κατάσταση να μην είναι πλέον η ίδια όπως το 2021 και το 2022, αλλά το φαινόμενο αυτό της μεγάλης παραίτησης εξακολουθεί να υπάρχει. Ειδικά καθώς οι ελλείψεις σε προσωπικό που δημιουργήθηκαν εκείνα τα δύο χρόνια δεν έχουν ακόμη αποκατασταθεί.
Το 86% των επαγγελματιών της ΕΕ και το 76% των ομοτίμων τους στις ΗΠΑ σχεδίαζαν μέσα στο 2022 να παραδώσουν την παραίτησή τους μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Αυτό προκύπτει από έρευνα σε εταιρείες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη από την πλατφόρμα Leapsome που εδρεύει στο Βερολίνο με 750 επαγγελματίες, κυρίως στον τομέα της πληροφορικής και της τεχνολογίας. Την έρευνα παρουσίασε ο ιστότοπος sifted.eu που ασχολείται με τεχνολογικά δεδομένα και τελεί υπό την αιγίδα των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς».
Οι κύριοι λόγοι για τις παραιτήσεις είναι οι χαμηλότερες από τις επιθυμητές αποδοχές και οι άδικες αξιολογήσεις απόδοσης, αναφέρεται. Σύμφωνα με την έρευνα, οι εργαζόμενοι στις ΗΠΑ, και σε μικρότερο βαθμό στην Ευρώπη, εγκατέλειψαν μαζικά τις εργασίες τους το 2021 και το 2022 εν μέσω πανδημικής εξάντλησης και πιο σφιχτής αγοράς εργασίας που υποσχόταν υψηλότερους μισθούς αλλού. Τον Νοέμβριο του 2022, 4,5 εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν οικειοθελώς τις δουλειές τους – ο 18ος συνεχόμενος μήνας παραιτήσεων – ρεκόρ στις ΗΠΑ.
Οι Ευρωπαίοι που συμμετείχαν στην έρευνα της Leapsome ανέφεραν τις κακές διαδικασίες ελέγχου απόδοσης ως τον κύριο λόγο που ήθελαν να αλλάξουν δουλειά. Συγκριτικά, οι εργαζόμενοι στις ΗΠΑ ανέφεραν την κακή ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής ως τον κύριο λόγο για να εγκαταλείψουν την τρέχουσα εργασία τους.
Το φαινόμενο του ρεκόρ στις κενές θέσεις εργασίας στην ευρωζώνη
Σύμφωνα με στοιχεία της voxeurop.eu, το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας βρίσκεται στο υψηλό όλων των εποχών στην ευρωζώνη. Το 3,1% των αμειβόμενων θέσεων εργασίας ήταν κενές το τρίτο τρίμηνο του 2022, σε σύγκριση με 2,6% έναν χρόνο νωρίτερα και 2,2% στο τέλος του 2019 σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Η αγορά εργασίας έχει ελλείψεις ιδιαίτερα στην Αυστρία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Γερμανία.
Στην Ολλανδία υπάρχουν επί του παρόντος 123 κενές θέσεις για κάθε 100 άνεργους, 15 φορές περισσότερες από ό,τι στη Γαλλία, αναφέρεται. Οι μισθοί αυξήθηκαν κατά μέσο όρο, αλλά δεν κατάφεραν να συμβαδίσουν με τον πληθωρισμό, πράγμα που σημαίνει ότι μειώθηκαν σε πραγματικούς όρους. Την ίδια στιγμή, οι εργοδότες έχουν στραφεί στη μετανάστευση, με την Ολλανδία να σημειώνει ρεκόρ καθαρής μεταναστευτικής ροής το 2022 (+277.000 άτομα). Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να καλύψει όλες τις ανάγκες της χώρας.
Ανατροπές
Στη Γερμανία, δείχνουν επίσης τα στοιχεία της voxeurop.eu, ο δείκτης που μετρά τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού βρίσκεται επίσης στο υψηλότερο επίπεδο. Πολλοί εργαζόμενοι, ιδιαίτερα στην υγειονομική περίθαλψη, εγκατέλειψαν τον δημόσιο τομέα για τον ιδιωτικό. Στη Σλοβενία το ποσοστό κενών θέσεων εργασίας έφτασε σε ιστορικό υψηλό το δεύτερο τρίμηνο του 2022. Οι βιομηχανίες μεταποίησης και οικοδομής, καθώς και οι υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας, επηρεάζονται ιδιαίτερα. Στην Ιταλία οι εταιρείες αναζητούσαν πάνω από μισό εκατομμύριο εργαζομένους τον Ιανουάριο του 2023. Στη Γαλλία τον Ιούλιο του 2022 το ποσοστό των βιομηχανιών που δήλωσαν δυσκολίες πρόσληψης έφτασε το 67%, επίπεδο που δεν έχει παρατηρηθεί από το 1991.
Η «Μεγάλη Επανεξέταση» στην αγορά εργασίας
Η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας, οι χαμηλές αμοιβές και οι ανειδίκευτοι πτυχιούχοι θεωρούνται οι βασικοί λόγοι για τους οποίους οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν εργαζομένους στην Ελλάδα. Οι λόγοι για τους οποίους έχει διαμορφωθεί αυτή η κατάσταση είναι πολλοί. Από τους σημαντικότερους που θέτουν οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων είναι η αναντιστοιχία των προσόντων και των απαιτήσεων της αγοράς εργασίας, καθώς και η φυγή αρκετών νέων στο εξωτερικό (brain drain).
Από την πλευρά των εργαζομένων, η εικόνα είναι διαφορετική, καθώς, όπως λένε, οι θέσεις που προσφέρονται είναι συνήθως μερικής απασχόλησης, με χαμηλές απολαβές, ενώ υπάρχουν ηλικιακά όρια που θέτουν οι εργοδότες καθιστώντας τούς άνω των 45-50 ετών εκτός.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις αναγνωρίζουν τρία βασικά πεδία προκλήσεων για την τρέχουσα χρονιά, με το 45% των στελεχών ανθρώπινου δυναμικού που συμμετείχαν στην έρευνα της Randstad να εκτιμά ότι τα αυξημένα κόστη, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας αύξησης του πληθωρισμού, θα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που θα αντιμετωπίσουν οι εταιρείες το 2023. Βασική δυσκολία για την κάλυψη των θέσεων εργασίας σήμερα αποτελούν οι μη ρεαλιστικές μισθολογικές προσδοκίες των εργαζομένων, σύμφωνα με το 66% των επιχειρήσεων, ποσοστό που μάλιστα αυξήθηκε κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022.
Το υψηλό κόστος διαβίωσης και η συνολική ανάγκη των εργαζομένων, κάθε γενιάς, για μια καλύτερη ποιότητα ζωής έχει οδηγήσει τους υποψηφίους στην αναζήτηση θέσεων εργασίας με αυξημένες μισθολογικές απαιτήσεις, οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις είναι μη ρεαλιστικές και αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα στην εξέλιξη της επαγγελματικής τους διαδρομής. Πρόσθετες δυσκολίες για την κάλυψη θέσεων εργασίας αποτελεί η έλλειψη της απαραίτητης εργασιακής εμπειρίας στον κλάδο εξειδίκευσης (51%) καθώς και η έλλειψη του κατάλληλου συνδυασμού δεξιοτήτων (42%).
Σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας της Randstad, τα στελέχη που συμμετείχαν στην έρευνα θέτουν το ελκυστικό πακέτο αποδοχών και παροχών και τις ευκαιρίες εξέλιξης καριέρας στην κορυφή της λίστας για την προσέλκυση κορυφαίων ταλέντων. Σχεδόν το 40% θεωρεί ότι είναι πολύ σημαντικό για την εταιρεία του να προσφέρει ένα ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον ή αρμονική ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, προκειμένου να διακρατήσει τους εργαζομένους του.
Παροχές
Σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον εργασίας, με την εύρεση και προσέλκυση των ταλέντων να βρίσκεται στο προσκήνιο, οι εταιρείες προσφέρουν διάφορες παροχές στο ανθρώπινο δυναμικό τους, εστιάζοντας στην οικονομική ενίσχυση, την υιοθέτηση προγραμμάτων εκπαίδευσης καθώς και τη δυνατότητα ευέλικτης μορφής απασχόλησης, εφαρμόζοντας είτε μοντέλο υβριδικής απασχόλησης είτε απομακρυσμένη εργασία.
Το 74% των εργαζομένων εγκαταλείπει την εργασία του, επειδή λαμβάνει καλύτερες μισθολογικές αποδοχές ή πιο ευνοϊκές συνθήκες εργασίας από μια ανταγωνιστική εταιρεία ενώ το 50% αναζητά περισσότερες ευκαιρίες ανέλιξης της επαγγελματικής του διαδρομής σε άλλη εταιρεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 12% των εργαζομένων θεωρεί ότι το ευέλικτο ωράριο εργασίας αποτελεί σημαντικό λόγο να εγκαταλείψει την εργασία του και να στραφεί προς μια διαφορετική επαγγελματική πορεία.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, όπως αποτυπώνονται στην έκθεση μισθών για το 2023 της τρέχουσας αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, οι υψηλότερες οικονομικές αποδοχές, για μια ακόμη χρονιά, προσφέρονται στον κλάδο της τεχνολογίας και των πωλήσεων, ενώ στην τρίτη και τέταρτη θέση κατατάσσεται ο τομέας των χρηματοοικονομικών και της ναυτιλίας.
Εξετάζοντας εν γένει τη μισθολογική εξέλιξη, χαρακτηριστικό είναι το εύρημα της έρευνας που καταγράφει ότι το 70% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι οι μισθοί στην εταιρεία του είναι ίδιοι με τους αντίστοιχους που προσφέρουν οι ανταγωνιστές. Αισιοδοξία δημιουργεί το γεγονός ότι 75% των εταιρειών σχεδιάζουν να αυξήσουν τους μισθούς των εργαζομένων τους το 2023, ενώ, μόλις για το 15%, οι μισθοί θα παραμείνουν στα ίδια επίπεδα, σε σύγκριση με το 27% που ήταν το προηγούμενο έτος.