«Ψήφο εμπιστοσύνης» στην Ελλάδα θα συνεχίσουν να δίνουν μερικά από τα πλέον γνωστά ονόματα διεθνών επενδυτών, εκτιμώντας πως η χώρα μας, έχοντας ήδη βιώσει μία 10ετή οικονομική κρίση, αλλά και την πανδημία, είναι σε θέση όχι μόνον να βγει… αλώβητη από τις τρέχουσες γεωπολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, αλλά και κερδισμένη.
Πιο αναλυτικά, την άποψη πως θα υπάρξουν πολλά κεφάλαια που θα αναγκαστούν να βγουν εκτός Ρωσίας εξέφρασε μιλώντας στο 23ο Capital Link Forum ο κ. Δημήτρης Αθανασόπουλος της AXIA Ventures. «Αυτά τα κεφάλαια πρέπει να βρουν ένα ‘σπίτι’ και η Ελλάδα αποτελεί μία σπουδαία εναλλακτική, δεδομένου ότι είναι στην ίδια περιοχή, προστατευμένη από την Ευρώπη και με μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης», τόνισε χαρακτηριστικά, για να προσθέσει: «Επίσης, η χώρα μας έχει την ικανότητα να γίνει ενεργειακά αυτόνομη εάν επενδύσει περισσότερο σε εναλλακτικά καύσιμα».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Ambrosia Capital, κ. Τάσος Αστυφίδης. «Είναι δύσκολο να κάνεις προβλέψεις. Η Ελλάδα, ωστόσο, έχει περιορισμένη έκθεση στη Ρωσία, ενώ ξαφνικά άλλες αγορές εμφανίζονται κλειστές για επενδυτές. Επομένως, για αυτούς η χώρα μας αποτελεί μία ασφαλή περιοχή. Οπότε so far so good», ανέφερε.
Την εκτίμηση πως, τόσο το 2022, όσο και το 2023, θα είναι έτη πρόκλησης έκανε από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος του CVC Capital Partners στην Ελλάδα, κ. Άλεξ Φωτακίδης, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να βρεθεί ένας τρόπος, προκειμένου να αυξηθεί το εισόδημα, καθώς το κόστος ζωής ανεβαίνει.
«Έχουμε δει κάποιες αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών τους τελευταίους μήνες, αφού βρίσκονται αντιμέτωποι με αυξημένους λογαριασμούς ρεύματος και τον πληθωρισμό. Υπάρχει, ωστόσο, ρευστότητα στην Ελλάδα, όπως και παγκοσμίως. Το θέμα είναι πως αυτή θα βοηθήσει αυτούς που το έχουν ανάγκη, προκειμένου να συνεχίσει να κινείται η αγορά και εν τέλει η οικονομία», εξήγησε.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το ενδιαφέρον του για την Ελλάδα ξεκίνησε το 2006, οπότε και ξεκίνησε να εργάζεται για το CVC. «Για διάφορους λόγους δεν επενδύσαμε στην χώρα παρά το 2016 – 2017, οπότε και είχαμε την ευκαιρία να τοποθετηθούμε στον βασικό μας τομέα, αυτόν της υγείας», ανέφερε, για να προσθέσει:
«Τότε, ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» ήταν το προφίλ του χρέους και η ερώτηση, η οποία μας απασχόλησε για αρκετούς μήνες, ήταν εάν η χώρα έχει έναν βιώσιμο ισολογισμό έτσι ώστε μία εταιρεία private equity μπορεί να έρθει και να επενδύσει στις επιχειρήσεις υγείας, όπως το Metropolitan. Η ανάλυση που κάναμε αποκάλυψε πως το προφίλ του χρέους έχει αλλάξει, η μέση ωριμότητά του είναι τα 16 χρόνια, όταν το 2011 ήταν στα έξι χρόνια. Το CVC έχει επενδύσει περισσότερο από 1,5 δισ. ευρώ τα τελευταία πέντε χρόνια, ποσό που επιδιώκουμε να διπλασιάσουμε τα επόμενα πέντε με 10 χρόνια, εφόσον παρουσιαστούν οι κατάλληλες ευκαιρίες».
Αναλύοντας το χαρτοφυλάκιο του CVC, ο κ. Φωτακίδης υπογράμμισε πως αυτό αποτελείται από τομείς, όπως υγεία, τεχνολογία, ασφάλιση, τρόφιμα και ποτά, ενώ τελευταία η εταιρεία επεκτείνεται όλο και περισσότερο στην ενέργεια και στις υποδομές. «Παράλληλα, εστιάσαμε και στο αθλητικό κομμάτι, επενδύοντας στην ισπανική Λίγκα (LaLiga), αλλά και τη Λίγκα στη Γαλλία. Θέλουμε να φέρουμε αυτή την εξειδίκευση και στην Ελλάδα», τόνισε, για να καταλήξει:
«Αυτό που κάνουμε στη χώρα είναι: α) Συγχωνεύσεις και ανάπτυξη, όπως στο Hellenic Healthcare Group, β) Προγραμματισμό διαδοχής, όπως στην περίπτωση του Skroutz, όπου συνεργαστήκαμε με τους ιδρυτές στα 30 τους και ενώ ήταν ενεργοί εδώ και μία 15ετία, καθώς αναζητούσαν θεσμική υποστήριξη για να μεγαλώσουν, αλλά και ως μέσο του προγραμματισμού διαδοχής και
γ) Επενδύουμε σε εταιρείες που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, αλλά στηρίζονται στις διεθνείς αγορές. Αποτελεί ευχάριστη έκπληξη το επίπεδο των εγχώριων εταιρειών private equity, ενώ η χώρα ‘μετρά’ ήδη μερικά σημαντικά exits, όπως αυτό της Viva Wallet και του Cosmos Sport. Όταν έχεις ένα υγιές οικοσύστημα αυτό έχει θετικό αντίκτυπο και σε μεγαλύτερες εταιρείες, όπως το CVC».
Στις έμμεσες συνέπειες του πολέμου, όπως είναι ο πληθωρισμός, η αύξηση του ενεργειακού κόστους και η πιθανή μείωση της κατανάλωσης, γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει σε νέα «κόκκινα» δάνεια, έστω και ελεγχόμενα, εστίασε ο διευθύνων σύμβουλος της Bain Capital, κ. Γιώργος Ελεκίδης, ξεκαθαρίζοντας πως η εταιρεία έχει δηλώσει «παρών» σε όλες τις μεγάλες κρίσεις – τα capital controls το 2015, την πανδημία και τώρα τον πόλεμο – και θα συνεχίσει να επενδύει, επιλέγοντας έργα που είναι κερδοφόρα και έχουν νόημα για εκείνη.
«Στον τομέα του private equity πρέπει να έχεις βασικές γνώσεις προπονητή ποδοσφαίρου: να αλλάζεις από άμυνα σε επίθεση όταν χρειάζεται. Κατά την υγειονομική κρίση βρεθήκαμε σε mode άμυνας. Νομίζω ότι το ίδιο πρέπει να πράξουμε και υπό αυτές τις συνθήκες», τόνισε ο αντιπρόεδρος της Partners Group, κ. Γιώργος Ανδριόπουλος, δηλώνοντας αισιόδοξος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Για τη δημιουργία νέων «κόκκινων» δανείων εξαιτίας των συνθηκών μίλησε και ο εταίρος της Grifon Capital Advisors και εκπρόσωπος του Fortress στην Ελλάδα, κ., Σάμι Δαυίδ προσθέτοντας πως πλέον η Ελλάδα είναι περισσότερο προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους καταστάσεις, γεγονός που τον καθιστά, επίσης, αισιόδοξο.
Πως «είδαν» το 2021
«Το 2021 ήταν μία πολύ εντυπωσιακή χρονιά. Είδαμε πολλές αυξήσεις κεφαλαίου εν συγκρίσει με όσες είχαν γίνει στο παρελθόν και όλες πήγαν πολύ καλά. Το Χρηματιστήριο Αθηνών είναι και πάλι ένας ‘αγωγός’ κεφαλαίων, με το ενδιαφέρον να προέρχεται όχι μόνο από distress funds, όπως στο παρελθόν, κάτι που φαντάζει πολλά υποσχόμενο», σχολίασε ο κ. Αστυφίδης, με τον κ. Αθανασόπουλο να προσθέτει:
«Ήταν, σαφώς, μία πολύ ενδιαφέρουσα χρονιά. Μετά από αρκετά χρόνια κρίσης είδαμε διαφόρων ειδών κεφάλαια (private equity, family offices) που σε αντίθεση με παλαιότερα είχαν πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Είναι μία φυσική εξέλιξη που αντικατοπτρίζει τη δουλειά, η οποία έχει γίνει στην Ελλάδα και η προοπτική ανάπτυξης που η χώρα μας μπορεί να προσφέρει».
Στην εξαγορά από την BC Partners της Pharmathen έναντι 1,6 δισ. ευρώ αναφέρθηκε ο κ. Ανδριόπουλος, κάνοντας λόγο για ψήφο εμπιστοσύνης στη βελτίωση του προφίλ ρίσκου της χώρας, ενώ οφείλεται αφενός, στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του ελληνικού φαρμακευτικού κλάδου και αφετέρου, στις ικανότητες της ηγεσίας. «Αδιαμφισβήτητα αποτελεί case study για το πώς τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια μπορούν να ωφελήσουν μία επιχείρηση, όσον αφορά στη δημιουργία αξίας, σωστής διακυβέρνησης κ.ο.κ.
Είμαστε έτοιμοι να πάμε την εταιρεία ένα βήμα παρακάτω, εστιάζοντας στην αμερικανική αγορά που είναι και η μεγαλύτερη παγκοσμίως στον φαρμακευτικό κλάδο», σημείωσε, υπενθυμίζοντας πως αυτό που η Partners Group κοιτά σε μία εταιρεία είναι πρωτίστως το management team και φυσικά, οι προοπτικές ανάπτυξης.
«Πριν από τέσσερα χρόνια οι ισολογισμοί των τραπεζών είχαν περίπου 100 δισ. ευρώ ‘κόκκινα’ δάνεια, αλλά, ταυτόχρονα, δεν υπήρχε το πλαίσιο που θα υποστήριζε επενδύσεις στον συγκεκριμένο τομέα, αλλά ούτε και ένας Νόμος, ο οποίος να επιτρέπει τις συναλλαγές. Σήμερα ο σχετικός δείκτης έχει πέσει στο 10%», ανέφερε ο κ. Ελεκίδης, με τον κ. Σάμι Δαυίδ να τονίζει: «Οι τράπεζες μπορεί να πούλησαν χαρτοφυλάκια, ύψους 100 δισ. ευρώ, τα δάνεια αυτά, ωστόσο, εξακολουθούν να είναι ‘κόκκινα’. Απλά μετακινήθηκαν από τις τράπεζες στα funds ή τους servicers. Η ευκαιρία είναι να μπορέσουμε αυτά να τα εξυγιάνουμε. Πρόκειται για εταιρείες που χρειάζονται χρηματοδότηση, αλλά και να τους δείξουμε τον τρόπο, ώστε να γίνουν και πάλι λειτουργικές».