Με μελανά χρώματα παρουσίασαν την κατάσταση στους δρόμους της Αθήνας, καθώς και άλλων μεγάλων πόλεων εξαιτίας του κυκλοφοριακού, συγκοινωνιολόγοι και ειδικοί επιστήμονες που μετείχαν στην σχετική έρευνα του Πρώτου Προγράμματος και στην εκπομπή «Το GPS της επικαιρότητας», σε συνεργασία με το ΕΜΠ.
Η επιστροφή στην κανονικότητα οδήγησε σε αύξηση του κυκλοφοριακού φόρτου. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο συγκοινωνιολόγος και υποψήφιος διδάκτωρ στο ΕΜΠ, Παναγιώτης Τζούρας, σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2020, η αύξηση του φόρτου στον Κηφισό είναι 10% με 15% και στην Λεωφόρο Κηφισίας ξεπερνά το 30%.
Οι καθυστερήσεις κατά τις πρωινές ώρες αιχμής στον Κηφισό ξεπερνούν τα 25 με 30 λεπτά και στην Αττική Οδό φτάνουν τα 10 με 15 λεπτά. Καθυστερήσεις καταγράφονται και στον Περιφερειακό Υμηττού με αποτέλεσμα να εντείνεται καθημερινά η εκνευρισμός και η κούραση οδηγών και επιβατών.
Ταυτόχρονα, ο μεγάλος «χαμένος» από την πανδημία ήταν τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, καθώς οι επικυρώσεις εισιτηρίων βρίσκονται περίπου στα 3/4 σε σχέση με το 2019.
Έχουμε δηλαδή το 1/4 των καθημερινών επικυρώσεων, που λογικά έχει πάει στο αυτοκίνητο.
«Αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση της κινητικότητας μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων έχει δημιουργήσει την κατάσταση που ζούμε», τόνισε ο κ. Τζούρας.
Την ίδια ώρα, τα στοιχεία του υπουργείου Μεταφορών δείχνουν ότι το 94% των δρομολογίων των αστικών συγκοινωνιών έχει πληρότητα κάτω του 50% και μόνο στο 2% η πληρότητα ξεπερνά το 65%. «Υπάρχει όμως μια διαφοροποίηση κατά τις ώρες αιχμής. Δηλαδή, τα λεωφορεία περνούν πολύ γεμάτα κατά τις ώρες αιχμής και είναι σχεδόν άδεια τις υπόλοιπες ώρες. Η κινητικότητα δεν έχει μόνο χωρική διάσταση, αλλά και χρονική», επισήμανε.
«Είναι αδιέξοδη η κατάσταση. Η Αθήνα στην οποία έχει επενδύσει κάποιος αγοράζοντας ένα σπίτι, «πεθαίνει» και το σπίτι αυτό σε λίγα χρόνια θα έχει τη μισή αξία», επισήμανε ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ, συγκοινωνιολόγος – πολεοδόμος, Θάνος Βλαστός. «Αυτό που συμβαίνει σήμερα θα μας ταλαιπωρεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τα επόμενα χρόνια. Πάμε προς τα πολύ χειρότερα», εκτίμησε, περιγράφοντας διάφορες «βαρβαρότητες» που ζούμε στις πόλεις με πρώτα «θύματα» τα παιδιά και τους ανήμπορους ή τους ηλικιωμένους. Ζήτησε να παραδειγματιστούμε από αυτά που συμβαίνουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι πολίτες επικροτούν πολιτικές για τον περιορισμό του αυτοκινήτου και την αύξηση πεζοδρόμων και ποδηλατοδρόμων.
«Δεν πρόκειται από τη μια ημέρα στην άλλη ούτε να εξαφανίσουμε τα αυτοκίνητα από τους δρόμους των πόλεων, ούτε στις ώρες αιχμής να ζούμε στον “παράδεισο”. Υπάρχουν λύσεις και η βασικότερη είναι να μπορέσουμε να στρέψουμε τον κόσμο στις αστικές συγκοινωνίες, κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο», επισήμανε από την πλευρά του, ο αναπληρωτής καθηγητής στο ΕΜΠ, Κωνσταντίνος Κεπαπτσόγλου. «Πιστεύω ότι είμαστε λίγο χειρότερα από το 2019 στις ώρες αιχμής. Ενώ είχαμε αυξημένη κίνηση 08.00 π.μ - 09.00 π.μ., τώρα έχουμε 09.00 π.μ – 10.00 π.μ και 10.00 π.μ- 11.00 π.μ. Το ποτάμι είναι μπλοκαρισμένο και στις 13.00 στο ρεύμα προς Πειραιά», πρόσθεσε.
Εν τω μεταξύ, με την επαναφορά του δακτυλίου από τις 25 Οκτωβρίου, υπάρχει έντονος προβληματισμός σχετικά με το πώς θα επηρεαστεί η κίνηση στα περιφερειακά οδικά δίκτυα. Ωστόσο, «κάποια μορφή δακτυλίου είναι δύσκολο να αποφύγουμε. Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε μείνει πολύ πίσω, στο εξωτερικό οι προτεραιότητες έχουν να κάνει με το περιβάλλον και άλλους περιορισμούς, ενώ εδώ έχουμε μείνει στο μονά- ζυγά», επεσήμανε από την πλευρά του ο συγκοινωνιολόγος μηχανικός, Κωνσταντίνος Κουρέτας.
Η πρόταση των Ελλήνων συγκοινωνιολόγων ήταν πάντα ότι η πρόσβαση θα πρέπει να εξασφαλίζεται σε όλους, σημείωσε ο κ Κουρέτας. Αυτό όμως με πάρα πολύ καλά εναλλακτικά μέσα. «Το μεγάλο μας όπλο είναι τα ΜΜΜ. Αν δεν εξασφαλίσουμε την ισότιμη και ανθρώπινη πρόσβαση σε όλους, δεν μπορούμε να μιλάμε για απαγορεύσεις. Οι απαγορεύσεις στα κέντρα των πόλεων πρέπει να πηγαίνουν χέρι -χέρι με την βελτίωση της εναλλακτικής».
Αυτό που χρειάζεται να εξασφαλιστεί είναι ότι θα έχουμε ένα περιφερειακό δίκτυο όσο το δυνατόν βελτιστοποιημένο, που έχει να κάνει και με την σηματοδότηση και με την επιτήρηση της στάθμευσης, την αναπροσαρμογή του ωραρίου τροφοδοσίας, ώστε το οδικό δίκτυο να λειτουργεί με έναν βιώσιμο τρόπο, σύμφωνα με τον κ. Κουρέτα. «Ο σκοπός είναι να μειωθεί η ανάγκη για αυτοκίνητο ώστε να μην πιάνουν τόσο χώρο στους δρόμους και αυτός ο χώρος να αποδοθεί στους πεζούς, στα ποδήλατα και στα μέσα μαζικής μεταφοράς».
Η έρευνα συνεχίζεται την Τρίτη 12 Οκτωβρίου, με τη συμμετοχή του γ.γ. του υπουργείου Περιβάλλοντος Θ. Μπακογιάννη, της προέδρου του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη Άννας Διαμαντοπούλου, του συγκοινωνιολόγου Γιώργου Γιαννή και του Φάνη Παπαδημητρίου από την Αττική Οδό.