Τα στοιχεία είναι αμείλικτα. Για να βρούμε υψηλότερο πληθωρισμό πρέπει να πάμε στο αρκετά μακρινό 1994, σε μια περίοδο δηλαδή πριν από την είσοδο στην Ευρωζώνη. Και δεν είναι μόνο ότι έχουμε τόσο υψηλό πληθωρισμό, όσο και ότι απουσιάζουν όλοι εκείνοι οι μηχανισμοί που εξασφάλιζαν ότι το κοινωνικό κόστος από τον πληθωρισμό κάπως επιμεριζόταν. Εδώ και πολλά χρόνια δεν υπάρχει ούτε Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή, ούτε καν εκείνες οι τακτικές αυξήσεις μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης και των Κλαδικών Συμβάσεων, που κάπως απορροφούσαν ένα μέρος από το κοινωνικό πλήγμα που αποτελούσε η αύξηση του κόστους ζωής.
Και αυτό σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή στη χώρα μας και παρά την αύξηση του κατώτερου μισθού (που όμως δεν μεταφράζεται σε κάποια «αυτόματη» αύξηση του μισθού σε όσους δεν αμείβονται με τον κατώτατο μισθό) τα νοικοκυριά υφίστανται την αύξηση του πληθωρισμού ως ακρίβεια, ως καθαρή αύξηση του κόστους ζωής και ως καθαρή μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Φταίνε αυξήσεις των μισθών για τον πληθωρισμό;
Οι κλασικές θεωρίες για τον πληθωρισμό κυρίως επικεντρώνουν σε δύο αιτίες. Η πρώτη είναι ότι ο πληθωρισμός πυροδοτείται από μια υπέρμετρη αύξηση των μισθών που μεταφέρεται στις αυξημένες τιμές των προϊόντων.
Συχνά αυτό αποδίδεται σε μια «υπερθέρμανση» της αγοράς εργασίας, όταν μειώνεται το ποσοστό ανεργίας κάτω από ένα όριο, αυτό που συνήθως περιγράφεται με την έννοια του «ποσοστού ανεργίας που δεν αυξάνει τον πληθωρισμό», έννοια που έχει τύχει πολλαπλής αμφισβήτησης.
Ωστόσο, αυτή η διάσταση δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται ούτε από τα στοιχεία που έχουμε από το εξωτερικό, ούτε από τα στοιχεία που έχουμε για την ελληνική οικονομία.
Για παράδειγμα στις ΗΠΑ, όπου επίσης καταγράφεται αύξηση του πληθωρισμού, το ποσοστό των μισθών στο συνολικό εταιρικό εισόδημα υποχώρησε σημαντικά το 2021, από 76,1% σε 73,7%.
Αλλά και στην ελληνική περίπτωση δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε για ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση του κόστους εργασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η Τράπεζα της Ελλάδος στην ετήσια έκθεση του διοικητή για το 2021 η αύξηση του συνόλου των αμοιβών εξαρτημένης εργασία στην Ελλάδα για το έτος 2021 ήταν μόλις στο 1,7%, ενώ η δαπάνη για αμοιβές στον επιχειρηματικό τομέα κατά τους πρώτους μήνες του μειώθηκε με ετήσιο ρυθμό 0,8%.
Αυτό σημαίνει ότι δύσκολα μπορεί να υποστηριχτεί ότι για την αύξηση του πληθωρισμού ευθύνονται οι αυξήσεις των μισθών.
Υπάρχει βέβαια και η αντίληψη ότι ευθύνεται για τον πληθωρισμό η μεγάλη «νομισματική χαλαρότητα» που διαμόρφωσε πολύ μεγάλη προσφορά χρήματος που τροφοδότησε υπερβολικά τη ζήτηση και άρα πυροδότησε την πληθωριστική έκρηξη. Παρότι αυτή την αντίληψη δείχνουν να την ασπάζονται οι Κεντρικές Τράπεζες, εφόσον προετοιμάζουν αυξήσεις επιτοκίων, δύσκολα μπορεί κανείς να δει ως αιτιώδη αφετηρία του πληθωρισμού την αύξηση της προσφοράς χρήματος. Άλλωστε, εάν ίσχυε αυτό θα είχαμε έκρηξη πληθωρισμού στις προηγούμενες φάσεις των πολιτικών «ποσοτικής χαλάρωσης». Όμως, ενώ φτάσαμε ακόμη και σε αρνητικά επιτόκια βάσης εντούτοις δεν είχαμε πληθωρισμό.
Αναζητώντας αίτια για την αύξηση του πληθωρισμού
Στην Ελλάδα τείνουμε να αποδίδουμε την αύξηση του πληθωρισμού κυρίως στην αύξηση του κόστους ενέργειας, παράμετρος που είναι σίγουρα σημαντική όπως φαίνεται και από την ανάλυση του παραμέτρων που συνεισφέρουν στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή που κάνει η ΕΛΣΤΑΤ, με μεγάλες αυξήσεις στη στέγαση (που περιλαμβάνει και το ενεργειακό κόστος) και τις μεταφορές (που περιλαμβάνουν την αύξηση της τιμής των καυσίμων).
Σημαντικό ρόλο διεθνώς παίζουν και οι διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες συνολικά, που δεν περιορίζονται στα προβλήματα με τα καύσιμα, αλλά και περιλαμβάνουν και άλλα ζητήματα, από τα προβλήματα σε λιμάνια μέχρι τα προβλήματα από τα λοκντάουν στην Κίνα.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η ανάλυση του τι συνεισφέρει στην αύξηση των τιμών στο μη χρηματοοικονομικό τομέα της αμερικανικής οικονομίας. Ενώ στην περίοδο 1979-2019 τα εταιρικά κέρδη συνεισέφεραν κατά μέσο όρο το 11,4% της αύξησης των τιμών, στην περίοδο από το δεύτερο τρίμηνο του 2020 έως το τελευταίο τρίμηνο του 2021 συνεισέφεραν κατά 53,9%. Αντίστοιχα ενώ στα σαράντα χρόνια μέχρι το 2019 η αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας συνείσφερε κατά 61,8% στην αύξηση των τιμών, στην περίοδο 2020-2021 αυτό υποχώρησε μόλις στο 7,9%.
Αυτό σαφώς παραπέμπει στο ότι οι επιχειρήσεις κάνουν αυξήσεις στις τιμές που δεν αποτελούν απάντηση στην αύξηση του κόστους εργασίας, το οποίο δεν αυξάνεται ιδιαίτερα παρότι στις ΗΠΑ καταγράφεται εντυπωσιακά χαμηλό ποσοστό ανεργίας, που τον Απρίλιο του 2022 παρέμεινε αμετάβλητο στο 3,6%.
Όμως, υπάρχει και μια άλλη κομβική παράμετρος που φαίνεται στις στατιστικές από τις ΗΠΑ. Και αυτή είναι ότι οι επιχειρήσεις έχουν καταφύγει σε σημαντικές αυξήσεις τιμών (markups) για να διατηρήσουν υψηλά περιθώρια κέρδους, σε μια συγκυρία όπου μπορούν να βρουν επαρκή ζήτηση. Αυτή η ικανότητα να ρυθμίζουν τις τιμές έχει οδηγήσει στις ΗΠΑ τα εταιρικά περιθώρια κέρδους να είναι τα υψηλότερα από τη δεκαετία του 1950. Στοιχεία από τις ΗΠΑ έδειξαν αυξήσεις στα καθαρά κέρδη ακόμη και 49%, υπερβαίνοντας κατά πολύ και τις αυξήσεις στις αποδοχές και σε κόστη όπως η ενέργεια και όλα αυτά που οι αυξήσεις στις μέσες αποδοχές των μισθωτών έχουν υποχωρήσει.
Αντίστοιχα και στην Ελλάδα παρατηρήθηκε το 2021 οριακή μόνο ενίσχυση του δείκτη κόστους εργασίας στη μεταποίηση το 2021 και στο τελευταίο τρίμηνο καταγράφηκε υποχώρηση, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ. Όμως στις τιμές παραγωγού καταγράφηκε σημαντική άνοδος στον δείκτη τιμών παραγωγού που τον Φεβρουάριο του 2022 ήταν στο 21,9%.
Αλλά και τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2021 παραπέμπουν σε αύξηση των επιχειρηματικών κερδών κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2021. Πιο συγκεκριμένα, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 45,8% το πρώτο εννεάμηνο του 2021 (έναντι μείωσης κατά 18,9% την αντίστοιχη περίοδο του 2020). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην αύξηση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας κατά 17,8%, αλλά και στη μείωση του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας κατά 1,0%.
Αναζητώντας αντιπληθωριστική πολιτική
Αυτό διαμορφώνει τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κυβερνήσεις στην προσπάθεια να χαράξουν αντιπληθωριστική πολιτική.
Εάν πάνε με μια προηγούμενη οικονομική «ορθοδοξία» τότε θα πρέπει να ακολουθήσουν πολιτικές αύξησης των επιτοκίων και προσπάθεια για συγκράτηση ακόμη περισσότερο του κόστους εργασίας.
Όμως, η πρώτη επιλογή θα απειλούσε να ενισχύσει υφεσιακές τάσεις και να δημιουργήσει προβλήματα στην χρηματοδότηση κλάδων που χρειάζονται στήριξη ή των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, η συγκράτηση των μισθών θα οδηγούσε σε επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων, έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια αλλά και σε ένταση των ήδη ενεργών τάσεων της «μεγάλης παραίτησης», δηλαδή της τάσης των εργαζόμενων να εγκαταλείπουν θέσεις εργασίας με χαμηλές αποδοχές και κακές συνθήκες εργασίας.
Μια κατεύθυνση θα μπορούσε να είναι η προσπάθεια να υπάρξει εντονότερος ανταγωνισμός στην αγορά και άρα συγκράτηση των τιμών. Όμως, αυτό προσκρούει σε υπαρκτές μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές δομές αλλά στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις ενίοτε είναι πιο εύκολο να συντονιστούν στις αυξήσεις παρά να πάνε σε ανταγωνισμό τιμής.
Την ίδια ώρα οι παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν το markup στις τιμές και τη διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων έρχονται σε σύγκρουση με βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις για το τι συνιστά οικονομική ανάπτυξη και κατ’ επέκταση οικονομική πολιτική.