To ισχυρό δολάριο μπορεί να αποτελεί τόσο ευλογία όσο και κατάρα, και, στην παρούσα φάση, μοιάζει περισσότερο με κατάρα. Η συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ έναντι αμερικανικού δολαρίου έφτασε, αυτή την εβδομάδα, στην ισοτιμία, με τα δύο νομίσματα να έχουν την ίδια αξία, για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια. Η ισοτιμία διήρκησε λίγο, η ισχύς, όμως, του δολαρίου έναντι του ευρώ και άλλων ξένων νομισμάτων πρόκειται να διαρκέσει πολύ περισσότερο.
«Ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο αποφεύγουμε τα ρίσκα», αναφέρει ο Εντ Γιαρντένι, πρόεδρος της Yardeni Research. «Οι επενδυτές παγκοσμίως ευνοούν σαφώς το δολάριο και όσα περιουσιακά στοιχεία διατίθενται σε δολάρια».
Ο δείκτης δολαρίου
Μέχρι στιγμής φέτος, ο δείκτης δολαρίου ΗΠΑ, ο οποίος συγκρίνει το δολάριο με τα υπόλοιπα νομίσματα, έχει αυξηθεί κατά περίπου 17%.
Όπως αναφέρει η Λίσα Σάλετ, επικεφαλής επενδύσεων στη Morgan Stanley Wealth Management, η ισχύς του δολαρίου ήταν ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της περιόδου μετά τον κορωνοϊό. Το επιθετικό ράλι του δολαρίου σήμαινε ότι το νόμισμα λειτούργησε ως προστατευτική ασπίδα για τους Αμερικανούς που υποφέρουν από υψηλό πληθωρισμό δεκαετιών, προσθέτει η Σάλετ, καθώς ενισχύει την αμερικανική αγοραστική δύναμη των εισαγωγών.
Συνεχίζει αναφέροντας ότι ένα ισχυρό δολάριο αποτελεί, συνήθως, αντιστάθμισμα στις παγκόσμιες τιμές εμπορευμάτων, επειδή τα περισσότερα εμπορεύματα τιμολογούνται σε δολάρια ΗΠΑ – γεγονός που σημαίνει ότι οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις στην Αμερική διαθέτουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα, δεδομένου του ότι οι υπόλοιπες χώρες πρέπει να μετατρέπουν τα νομίσματά τους σε δολάρια για να αγοράσουν εμπορεύματα.
Δύο παράγοντες
Υπάρχουν δύο κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν το δολάριο. Και οι δύο παράγοντες θεωρούνται ιδιαίτερα ισχυροί.
Ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που πλανάται πάνω από τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές είναι ο πόλεμος Ρωσίας–Ουκρανίας και ο αντίκτυπός του πολέμου αυτού στον εφοδιασμό τροφίμων και ενέργειας, σε παγκόσμιο επίπεδο, προσθέτει ο Γιαρντένι.
Η Ευρώπη καλείται να αντιμετωπίσει σημαντική ενεργειακή κρίση και σοβαρή ύφεση, φαινόμενα τα οποία έγιναν ακόμη πιο έντονα κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, αφού η Ρωσία έκλεισε τον αγωγό Nord Stream 1 για λόγους συντήρησης.
Ορισμένοι στρατηγικοί αναλυτές εξέφρασαν τις ανησυχίες τους ότι η προμήθεια φυσικού αερίου, μέσω του κρίσιμου αυτού ευρωπαϊκού αγωγού, δεν θα καθίσταται, πλέον εφικτή. Στρατηγικοί αναλυτές της Deutsche Bank αναφέρουν ότι η ασάφεια σχετικά με το εάν η Ρωσία θα αποκόψει ή όχι πλήρως την Ευρώπη από την παροχή φυσικού αερίου ενδεχομένως να συνεχιστεί μέχρι τις αρχές Αυγούστου.
Η νομισματική πολιτική
Δεύτερος σημαντικός παράγοντας είναι η παγκόσμια νομισματική πολιτική. Ο Τζιμ Ρέιντ, επικεφαλής πιστωτικής στρατηγικής και θεματικής έρευνας της Deutsche Bank, επισημαίνει την αυξανόμενη απόκλιση των επιτοκίων μεταξύ της Fed των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η πρώτη, σημειώνει, έχει ήδη αυξήσει τα επιτόκια κατά 1,50%, τη φετινή χρονιά, ενώ η δεύτερη δεν έχει αρχίσει, ακόμη, να αυξάνει τα επιτόκιά της, παρόλο που ο πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή αγγίζει επίπεδα ρεκόρ.
Το χάσμα μεταξύ της πολιτικής της Fed και της ΕΚΤ φαίνεται ότι θα διευρυνθεί ακόμη περισσότερο, αφού ο δείκτης τιμών καταναλωτή του Ιουνίου, ο οποίος δημοσιεύθηκε την Τετάρτη, έδειξε νέο υψηλό σαραντακονταετίας. Τα στοιχεία διέψευσαν και πάλι τις προσδοκίες των οικονομολόγων και κατέρριψαν τις ελπίδες για κορύφωση του πληθωρισμού, καθώς οι συνολικές τιμές αυξήθηκαν κατά 9,1%, σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Πριν από τη δημοσίευση, στοιχεία των Συντονισμένων Οικονομιών Αγοράς (CME) έδειξαν ότι οι επενδυτές έδιναν 90% πιθανότητες για ενδεχόμενη νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 0,75%, κατά την επόμενη συνεδρίαση της Fed, στις 27 Ιουλίου. Μετά την έκθεση για τον ΔΤΚ, οι επενδυτές άλλαξαν τις εκτιμήσεις τους και, σήμερα, βλέπουν 51% πιθανότητές για αύξηση κατά μία ολόκληρη μονάδα αυτόν τον μήνα.
Εν τω μεταξύ, ο Ρέιντ εκτιμά ότι και η ΕΚΤ είναι πιθανό να ξεκινήσει τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων της, αυτόν τον μήνα, και μάλιστα με μία πολύ μικρότερη αύξηση της τάξης του 0,25%.
Το ιαπωνικό γεν καταρρέει, επίσης, έναντι του δολαρίου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται, επίσης, στην αποκλίνουσα νομισματική πολιτική. Ο Γιαρντένι από τη Yardeni Research επισημαίνει τον λεγόμενο έλεγχο καμπύλης αποδόσεων, όπου η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας έχει δεσμευτεί να αγοράσει όσο το δυνατόν περισσότερο κρατικό χρέος για να διατηρήσει την απόδοση 10ετούς σε ή κοντά στο μηδέν.
Είναι θετικό το ισχυρό δολάριο;
Αμερικανοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν δημοσίως ότι το ισχυρό δολάριο είναι καλό για τις ΗΠΑ. Οι οικονομολόγοι δίνουν έμφαση στην αποπληθωριστική πτυχή ενός ισχυρού εγχώριου νομίσματος, καθώς η Αμερική εισάγει περισσότερο από ό,τι εξάγει.
Και όπως υποστηρίζει ο Γιάρντενι, το ισχυρό δολάριο αντικατοπτρίζει τη σχετική αισιοδοξία για την αμερικανική οικονομία κατά τη διάρκεια μιας περιόδου παγκόσμιας αδυναμίας, η οποία, πιθανότατα, θα διαρκέσει για πολύ.
«Θεωρώ ότι το ισχυρό δολάριο δείχνει ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε καλύτερη θέση σε σχέση με άλλες χώρες να αντιμετωπίσουν τέτοιες δυσκολίες», προσθέτει ο ίδιος.
Ένα τόσο ισχυρό δολάριο, όμως, διαθέτει και ορισμένα μειονεκτήματα.
Το ένα είναι ότι η ικανότητα του ισχυρού δολαρίου να παρέχει ένα μαξιλάρι έναντι του πληθωρισμού, με τη μορφή φθηνότερων εισαγωγών, είναι «δίκοπο μαχαίρι». Η άνοδος του δολαρίου αυξάνει τους κινδύνους για τη Fed, καθώς προσπαθεί να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, υποστηρίζει η Σάλετ από τη Morgan Stanley, που σημαίνει ότι η ισχύς του νομίσματος καθιστά πιο δύσκολη τη δουλειά της κεντρικής τράπεζας να «παγώσει» τη ζήτηση.
Αυτό συνεπάγεται είτε αυστηρότερη νομισματική πολιτική είτε στασιμοπληθωρισμό – φαινόμενο κατά το οποίο ο υψηλός πληθωρισμός επιμένει ενώ, παράλληλα, η ανάπτυξη παρουσιάζει σημαντική επιβράδυνση.
Οι εισαγωγές
Το δεύτερο μειονέκτημα είναι η άλλη όψη των φθηνότερων εισαγωγών. Η ισχύς του δολαρίου πλήττει τις αμερικανικές εξαγωγές και τα μεταφρασμένα σε συνάλλαγμα υπερπόντια κέρδη των αμερικανικών εταιρειών, απειλώντας, έτσι, την οικονομική ανάπτυξη.
Ο Σον Κρουζ, επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής συναλλαγών στην TD Ameritrade, υποστηρίζει ότι τα στοιχεία της Morgan Stanley και της Refinitiv υποδεικνύουν ότι, σε ετήσια βάση, κάθε ποσοστιαία μονάδα κέρδους στο δολάριο πλήττει κατά περίπου μισή μονάδα τα κέρδη του S&P 500.
Ένα ιδιαίτερο πρόβλημα για τον S&P, συνεχίζει ο Κρουζ, είναι ότι οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες megacap έχουν μεγάλη βαρύτητα – με τις Alphabet, Amazon, Apple, Meta, Microsoft και Netflix να αποτελούν το ένα πέμπτο της κεφαλαιοποίησης του δείκτη. Ορισμένες από αυτές τις εταιρείες έχουν ήδη προειδοποιήσει για τις αντιξοότητες που πρόκειται να αντιμετωπίσει το νόμισμα, με τον Κρουζ να υποστηρίζει ότι το εν λόγω ζήτημα θα επηρεάσει σχεδόν όλες τις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες.
Μακροπρόθεσμα, συνεχίζει η Σάλετ, η ισχύς του δολαρίου ενδέχεται να συμβάλλει στην περαιτέρω σύσφιξη των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, καθώς η Fed θα συρρικνώνει τον ισολογισμό της, μετά τις μαζικές αγορές ομολόγων, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και καθώς οι αυξήσεις των επιτοκίων ίσως να παραμένουν περισσότερο επιθετικές από ό,τι εκτιμούσαν προηγουμένως οι επενδυτές. Το ισχυρό δολάριο αυξάνει, έτσι, τις πιθανότητες ύφεσης, λέει η ίδια, φαινόμενο που πολλοί επενδυτές έχουν αρχίσει να θεωρούν αναπόφευκτο.
Το γενικό συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει η Σάλετ είναι ότι: οι επιπτώσεις ενός ισχυρότερου δολαρίου στις χρηματοπιστωτικές αγορές και την οικονομία είναι πιο πολύπλοκες από ό,τι πολλοί αντιλαμβάνονται, γεγονός που καθιστά τη μελλοντική του πορεία πολύ πιο επικίνδυνη τόσο για τους επενδυτές όσο και για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής.