Σε ωρολογιακή βόμβα για την ευρωζώνη τείνει να εξελιχθεί το πρόβλημα της Ιταλίας το Φθινόπωρο, καθώς τη στιγμή εκείνη το πολιτικό πρόβλημα που δημιούργησε η παραίτηση του Μάριο Ντράγκι θα συναντήσει το οικονομικό ζήτημα του ιταλικού χρέους.
Οι αποφάσεις της ΕΚΤ που ανακοινώθηκαν στο τέλος Ιουλίου για το νέο μηχανισμό στήριξης, μέσω των οποίων θα μπορεί να αγοράζει ιταλικά ομόλογα προκειμένου να μην εκτιναχθεί το κόστος δανεισμού της χώρας, κράτησαν τις αποδόσεις των τίτλων αυτών σε λογικά όρια.
Οι αγορές «ηρέμησαν» ύστερα από τις διαβεβαιώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ ότι η ΕΚΤ θα παρέμβει για να αποφύγει τον κίνδυνο «κατακερματισμού» της νομισματικής πολιτικής, με άλλα λόγια ότι θα αγοράζει τα ιταλικά ομόλογα όταν χρειάζεται, προκειμένου να μην υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις από τα επιτόκια των άλλων χωρών (το λεγόμενο spread).
Η Λαγκάρντ, μάλιστα, τόνισε ότι δεν αποκαλύπτονται όλες οι λεπτομέρειες του νέου αυτού εργαλείου παρέμβασης, υπονοώντας ότι η κεντρική τράπεζα διατηρεί «κρυφά» κάποια όπλα και να αποτρέψει έτσι τις αγορές από οποιαδήποτε απόπειρα να «δοκιμάσουν» τα όρια της ΕΚΤ.
Κατά κάποιο τρόπο η πρόεδρος της ΕΚΤ ήθελε να μιμηθεί τον Μάριο Ντράγκι, ο οποίος το 2012 είχε δηλώσει ότι η ΕΚΤ ήταν έτοιμη να κάνει «οτιδήποτε χρειαστεί» για να διασώσει το ευρώ. Και μόνο η δήλωση είχε αποτρέψει τους επενδυτές από το να δοκιμάσουν την αγορά, αφού κατάλαβαν ότι η ΕΚΤ από την άλλη πλευρά θα τους έκανε να χάσουν πολλά χρήματα.
Το νέο εργαλείο ονομάστηκε TPI , ήτοι Εργαλείο Προστασίας Μετάδοσης Νομισματικής Πολιτικής (Transmission Protection Instrument), αλλά σύντομα στα social media πολλών οικονομολόγων το ακρωνύμιο μεταφράστηκε ως «Για Προστασία της Ιταλίας» (To Protect Italy).
Το σκεπτικό της ΕΚΤ, είναι ότι με τις αγορές ομολόγων διασφαλίζεται ότι όταν η κεντρική τράπεζα αποφασίζει να διαμορφώσει τα επιτόκια σε ένα ύψος, η απόφαση αυτή θα μεταδίδεται σε όλες τις χώρες χωρίς «κατακερματισμούς», ήτοι ότι εάν π.χ. ανεβάσει το επιτόκιο παρέμβασης κατά μισή μονάδα, οι συνέπειες θα είναι ανάλογες σε όλες τις χώρες και ότι δεν θα φύγουν εκτός ορίων εκείνα της Ιταλίας ή κάποιας άλλης χώρας.
Το πρόβλημα της Ιταλίας είναι ότι το χρέος της έχει φτάσει στο 150% του ΑΕΠ και είναι ως ποσοστό το δεύτερο μεγαλύτερο από εκείνο της Ελλάδας, αλλά το ιταλικό χρέος είναι διαπραγματεύσιμο στην αγορά και δεν είναι «παρκαρισμένο» στον ESM με κλειδωμένα επιτόκια, όπως το ελληνικό.
Επιπλέον, το ιταλικό χρέος σε απόλυτα ποσά έχει ξεπεράσει τα 2,5 τρισεκατομμύρια ευρώ ενώ το 2023 οι ανάγκες αναχρηματοδότησής του ξεπερνούν τα 200 δισ. ευρώ.
Η δέσμευση της ΕΚΤ να στηρίξει την Ιταλία εκτόνωσε τις ανοδικές πιέσεις που είχαν εμφανιστεί στις αποδόσεις στα μέσα του περασμένου Ιουνίου, τουλάχιστον προς το παρόν.
Όμως η επόμενη δοκιμασία θα είναι μετά τις εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τις 25 Σεπτεμβρίου και το προφίλ της κυβέρνησης που θα προκύψει, ιδίως όταν στις δημοσκοπήσεις έχουν την πρωτοπορία οι δυνάμεις της ακροδεξιάς, που κατά το παρελθόν είχαν υιοθετήσει αντιευρωπαϊκή ρητορική.
Το άλλο πρόβλημα είναι ότι εάν υποθέσουμε ότι η ΕΚΤ θα παρεμβαίνει για να κρατά το επιτόκιο δανεισμού του ιταλικού δημοσίου κάτω από το 4%, τότε με πληθωρισμό 8% στην Ιταλία, η απόδοση στην πραγματικότητα θα είναι αρνητική και θα δημιουργούνται κίνητρα για πώληση των ιταλικών ομολόγων, τα οποία θα πρέπει να αγοράζει η ΕΚΤ.
Έτσι, η ΕΚΤ θα βρεθεί με ένα «βουνό» ιταλικών ομολόγων στο ενεργητικό της, γεγονός που θα πυροδοτήσει τις αντιδράσεις των Γερμανών, αλλά και των άλλων γερακιών της ευρωζώνης.
Οι ανισορροπίες αυτές έχουν ήδη αρχίσει να φαίνονται στο σύστημα TARGET2, που αποτυπώνει τις διασυνοριακές μεταφορές κεφαλαίων που πραγματοποιούνται δια μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών.
Οι καθαρές υποχρεώσεις της Ιταλίας στο TARGET 2 έχουν φτάσει στο νέο ρεκόρ των 640 δισ. ευρώ τον περασμένο μήνα (αντανακλώντας τη «φυγή κεφαλαίων»), ενώ αντιστρόφως οι απαιτήσεις της Γερμανίας έφτασαν κι εκείνες στο νέο ρεκόρ του 1,2 τρισεκατομμυρίου ευρω (δείχνοντας τις εισροές κεφαλαίων).
Η ανισορροπία αυτή δείχνει ότι τα ρίσκα, έτσι όπως τα αντιλαμβάνονται οι σκληροπυρηνικοί της Γερμανίας αυξάνονται και η κατάσταση αυτή αργά ή γρήγορα θα δημιουργήσει εντάσεις τόσο στο εσωτερικό του συμβουλίου της ΕΚΤ όσο και στο πλαίσιο της ευρύτερης αιώνιας αντιπαράθεσης Βορείων και Νοτίων.