Τούβλο – τούβλο χτίζει ο ΣΥΡΙΖΑ με ό,τι υλικό απόμεινε στην Κουμουνδούρου και στις «παραποτάμιες» περιοχές της, το τείχος της αριστεροκρατίας, το τελευταίο οχυρό που του απόμεινε πριν παραδοθεί εντελώς στην πίεση των τεκτονικών αλλαγών που ήδη συντελούνται στην κοινωνία.
Κι επειδή οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και το γέλιο πάει σύννεφο όταν μερικοί «Ηρακλείς του Στέμματος» εμφανίζονται να αμφισβητούν τη λογική των στοιχείων και να επιμένουν πως αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ «θα είναι πρώτο κόμμα όποτε διεξαχθούν οι εκλογές και θα πραγματώσει την προοδευτική διακυβέρνηση», στην Κουμουνδούρου δεν απόμεινε τίποτε άλλο από το να ξεκινήσει να τσαλαβουτάει και πάλι στα θολά νερά της γνωστής μετεμφυλιακής αριστερής παράδοσης « οι εξορίες, τα ξερονήσια, οι διώξεις, οι κατηγορίες κ.λ.π.».
Ότι ο κ. Τσίπρας έκατσε, σκέφτηκε (!!!) και έγραψε )!!!) άρθρο δεν υπάρχει ούτε ένας σε αυτή τη χώρα ( της Περιστέρας περιλαμβανομένης) που να το πιστεύει. Ότι κάποιοι συνέδεσαν και συνδύασαν, με τη χρήση του ονόματος του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, κανονικές «και με το νόμο» ανακριτικές πράξεις και διαδικασίες σε βάρος του κ. Βαξεβάνη με το τέλος της κυβέρνησης Μητσοτάκη μόνο ως ανέκδοτο μπορεί να εκληφθεί.
Ξεπερνάει σε γραφικότητα να συνδέεις (ακόμη και αν λέγεσαι Τσίπρας κι έχεις το ακαταλόγιστο) δημοσίως την τύχη μιας δημοκρατικά εκλεγμένης και πολιτικά κυρίαρχης κυβέρνησης με τις ενέργειες ενός δικαστή, που αφού ολοκλήρωσε μια διαδικασία έρευνας κατέληξε να ασκήσει διώξεις μετά από εγκλήσεις βασικών πρωταγωνιστών της περιόδου Novartis, οι οποίοι υπέμειναν τη βάσανο των ανακρίσεων και των διώξεων στο τέλος, αφού διαπομπεύθηκαν με κάθε πρόσφορο μέσο και τρόπο, δικαιώθηκαν πανηγυρικά.
Ο συνδυασμός αυτός προκύπτει σε θολωμένα μυαλά και αποδίδεται σε πρόσωπα σε απόγνωση όταν έχουν ξεπεραστεί όλα τα όρια της δημοκρατικής λειτουργίας της κοινωνίας και στην αριστερή αιτιοκρατία κάθε τι που εξελίσσεται από τις επίσημες αρχές ( στην προκειμένη περίπτωση τις δικαστικές) εργαλειοποιείται για να ικανοποιηθεί η ταξική ανάγνωση της ιστορικής πραγματικότητας και να δικαιολογηθεί η δομική κοινωνιοπάθεια της αριστερής ιδεοληψίας.
Από την άλλη συνιστά μια ακραία παθογένεια, μια κατάσταση σήψης και παρακμής που προκαλεί λύπη και αποτροπιασμό να μετέχεις ή να οργανώνεις την επιστροφή στις «ένδοξες» μέρες του 89 και να επιστρατεύεις όποιον (και όποια) είναι εύκαιρος να αντιπολιτευθεί χωρίς κανένα όριο και φραγμό τον Μητσοτάκη αρκεί να καταγραφεί ως «προοδευτικός» ή, τουλάχιστον, «συνεργαζόμενος» με το βλέμμα στο μέλλον.
Το χειρότερο όλων είναι πως οι εμπνευστές αυτής της προσπάθειας φαίνεται να πιστεύουν πως ασκούν πολιτική παρέμβαση ταυτίζοντας τις προτεραιότητες της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών, ως εάν η αστική δημοκρατία (την οποία επιθυμούν σφόδρα να καταστρέψουν) να εξαρτάται από τις δικές τους προσωπικές και συλλογικές φαντασιώσεις και τις πολιτικές τους μονομανίες.
Άφατη η ικανοποίηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να βλέπει τον βασικό του (έως τον επόμενο) αντίπαλο να καταναλώνεται σε στιχάκια στο διαδίκτυο, στην υπεράσπιση των σερβιτόρων απέναντι «στην αστυνομική αυθαιρεσία» και να καίει το ένα μετά το άλλο όσα χαρτιά του απόμειναν για να υπερασπίζεται χαμένες υποθέσεις.
«Δώστου Βαξεβάνηδες και πάρτου την ψυχή του Μητσοτάκη», ειδικά όταν είναι απολύτως βέβαιο πως οι διαδικασίες που αφορούν στην υπόθεση ενώπιον της δικαιοσύνης έχουν τηρηθεί στο ακέραιο και οι δικαστικές ενέργειες είναι καθόλα νόμιμες, συνεπώς δεν χρειάζεται να «απολογηθεί» για τίποτε. Το αντίθετο, βρίσκει γήπεδο να παίξει θεσμική μπάλα και να τους πάρει τα σώβρακα εκεί στην Κουμουνδούρου.
Αν στο κάδρο προσθέσει κανείς και ευρωβουλευτικές ανησυχίες του κ. Κύρτσου, για «τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στις διώξεις δημοσιογράφων λόγω του Όρμπαν», με τις οποίες γαργαλιέται και γελάει και το πολύχρωμο ερίφιο (λες κι ο Μητσοτάκης ψήφισε κανένα νόμο περί τύπου για να ελέγξει την πληροφόρηση και την επικοινωνία) η εικόνα γίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ούτε να πλήρωνε ο πρωθυπουργός δεν θα πετύχαινε τέτοιο αποτέλεσμα.
Τελικά, είναι μεγάλη υπόθεση για τον Κυριάκο Μητσοτάκη να έχει «μέγα χορηγό» τον Τσίπρα και την παρέα του. Θα βαρεθεί να κάνει τον πρωθυπουργό!