Οι πιο ακριβές εκλογές στην ιστορία των ΗΠΑ προβλέπεται να είναι αυτές της επόμενης Τρίτης, 5 Νοεμβρίου, με τις εκτιμώμενες δαπάνες να φτάνουν τα 15,9 δισ. δολ. ξεπερνώντας ακόμα και εκείνες του 2020, (15,1 δισ. δολ.).
Αυτό καταγράφει το Open Secrets, ένας φορέας στις ΗΠΑ παρακολούθησης των δαπανών προεκλογικών εκστρατειών, τον οποίο επικαλείται αφιέρωμα της The Wall Street Journal ενόψει των εκλογών. Οι εκλογές ξεπερνούν δύο φορές το κόστος εκείνων του 2016 και τρεις φορές εκείνων των αρχών του 2000.
Ωστόσο, το πιο ακραίο με την εκλογική διαδικασία, το οποίο δεν έχουν συνειδητοποιήσει οι Αμερικανοί πολίτες, σύμφωνα με το δημοσίευμα, είναι ότι οι εκλογές στις ΗΠΑ δεν συγκρίνονται με καμία από τις άλλες δημοκρατίες, ως προς τους προϋπολογισμούς, τη διάρκεια και την επιρροή ολιγαρχών.
Ενδεικτικά, η καμπάνια του Καναδά διαρκεί συνήθως από 36 έως 50 ημέρες. Ο συνολικός λογαριασμός της προεκλογικής εκστρατείας για τις εκλογές του 2021: 69 εκατ. δολ. σε σημερινά δολ.—περίπου το 1/27 της τιμής ανά ψηφοφόρο νότια των συνόρων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, όλα τα κόμματα ξόδεψαν συνολικά 80 εκατ. δολ., σε σημερινές τιμές, στις εκλογές του 2019.
Οι εκλογές στις ΗΠΑ κοστίζουν περίπου 40 φορές περισσότερο ανά άτομο από το Ηνωμένο Βασίλειο ή τη Γερμανία. Στη Γηραιά Αλβιόνα, η όλη διαδικασία έληξε μέσα σε έξι εβδομάδες, δίχως βομβαρδισμό πολιτικών μηνυμάτων στην τηλεόραση ενώ ο εκλεγμένος αναλαμβάνει αμέσως τατ το τιμόνι και όχι ύστερα από μήνες. Οι Αμερικανοί έχουν συνηθίσει στην ιδέα ότι η προεδρική κούρσα να κρατάει σχεδόν δύο χρόνια, που συνεπάγεται ότι ξοδεύουν δισεκατομμύρια δολάρια για να βομβαρδίζονται ασταμάτητα με διαφημίσεις σε τηλεόραση, ραδιόφωνο, διαφημιστικές πινακίδες και smartphone.
Κάμαλα και Σούνακ, μέρα με τη νύχτα
«Αυτή είναι μια μορφή αμερικανικής μοναδικότητας που δεν αντανακλά καλά τις ΗΠΑ», είπε ο Μάικλ Γουόλντμαν, πρώην σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον. Στη διάρκεια των βρετανικών εκλογών, ο νέος πρωθυπουργός Κρι Στάρμερ και το Εργατικό Κόμμα συγκέντρωσαν 12,3 εκατ. δολ. ενώ το Συντηρητικό Κόμμα του Ρίσι Σούνακ, μόλις 2,5 εκατ. δολ.
Αντίθετα, η Καμάλα Χάρις συγκέντρωσε 300 εκατ. δολ. τις δύο πρώτες εβδομάδες της από τότε που αντικατέστησε τον Πρόεδρο Μπάιντεν και έκτοτε έχει αντλήσει συνολικά 1 δις. δολ., έναντι 800 εκατ. δολ. για τον Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με τις εκστρατείες.
Ακόμα και σε επίπεδο γερουσιαστών, οι ΗΠΑ είναι πιο ακριβές από άλλες χώρες. Ενδεικτικά, ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Ράφαελ Γουόρνοκ, ξόδεψε 180,66 εκατ. δολ. το 2020 — πολύ λιγότερο από όλες τις προεκλογικές δαπάνες στο Ην. Βασίλειο, τη Γερμανία και τις τελευταίες εκλογές του Καναδά μαζί.
Ωστόσο, όπως αναφέρει η The Wall Street Journal, είναι μια διαδικασία που προκαλεί δυσφορία στους Αμερικανούς. «Οι ψηφοφόροι έχουν βαρεθεί να ακούν για την πολιτική για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και να πλήττονται από ασταμάτητα διαφημίσεις—οι περισσότεροι από αυτούς επιτίθενται σε διαφημίσεις. Οι Αμερικανοί δεν συμφωνούν σε πολλά αυτές τις μέρες, αλλά περισσότεροι από 8 στους 10 λένε ότι οι δωρητές έχουν υπερβολική επιρροή στους πολιτικούς και στα δύο κόμματα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Pew Research.
Όλο και περισσότερο, οι καμπάνιες χρηματοδοτούνται από έναν μικρό αριθμό ζάμπλουτων ανθρώπων όπως ο Έλον Μασκ. Ενώ στις εκλογές του 2004, 23 Αμερικανοί δώρησαν συνολικά 58,9 εκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με το Open Secrets, το 2024, 408 κροίσοι έδωσαν συνολικά 2,3 δισ. δολ.. Στην κορυφή της λίστας: Ο δισεκατομμυριούχος Timothy Mellon έχει διαθέσει 165 εκατομμύρια δολάρια για τους Ρεπουμπλικάνους.
Περίπου το 72% των Αμερικανών δηλώνουν ότι θέλουν όρια στις δαπάνες της εκστρατείας, έναντι 11% που δεν θέλουν, σύμφωνα με την Pew. Το να κυνηγούν χρήματα επηρεάζει επίσης τους ίδιους τους πολιτικούς, οι οποίοι ξοδεύουν έως και το ήμισυ της εβδομαδιαίας εργασίας τους μαζεύοντας χρήματα, συμπεριλαμβανομένης της ψυχρής κλήσης σε αγνώστους για να ζητήσουν δωρεές.
Ένα βασικός λόγος που οι αμερικανικές εκλογές διαρκούν τόσο πολύ και είναι τόσο δαπανηρές, σύμφωνα με το αμερικανικό δημοσίευμα, είναι πως πρόκειται για μια μεγάλη χώρα και κοστίζει χρήματα για να προσεγγίσει ψηφοφόρους σε ακριβές αγορές ΜΜΕ, όπως η Νέα Υόρκη.
Επειδή όμως αυτό δεν θεωρήθηκε και τόσο δημοκρατικό, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι προκριματικές εκλογές έγιναν ο κύριος δρόμος για την υποψηφιότητα, με εξαίρεση τη Χάρις. Οι πολιτικοί άρχισαν να επενδύουν πολλά στην προσπάθειά τους να κερδίσουν τις προκριματικές εκλογές.
«Σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα, περνάς χρόνια στα χαρακώματα δουλεύοντας για το κόμμα και ανταμείβεσαι με το να μπεις σε μια λίστα υποψηφίων. Εδώ, κάθε άτομο μπορεί να προσπαθήσει να αποσπάσει την ετικέτα του κόμματος, αλλά χρειάζονται πολλά χρήματα», λέει η Ελάιν Κάμαρκ, συνεργάτιδα στη δεξαμενή σκέψης Ινστιτούτο Μπρούκινγκς.
Ένας άλλος μεγάλος λόγος που οι εκλογές στις ΗΠΑ είναι τόσο δαπανηρές είναι το απεριόριστο ποσό που μπορούν να δαπανούν οι υποψήφιοι, καθώς η αμερικανική δικαιοσύνη ισχυρίζεται ότι τα όρια χρηματοδότησης της εκστρατείας δεν πρέπει να περιορίζουν την ελευθερία του λόγου. Δηλαδή το να μην επιτρέπεται σε κάποιον να ξοδεύει όσα χρήματα θέλει είναι να σαν να του περιορίζεται η ικανότητά του να μεταφέρει τις απόψεις του στους ψηφοφόρους.
Ενδεικτικά, ο Τζο Μπάιντεν το 2020 ξόδεψε 70 φορές περισσότερα από όσα ο Γάλλος Εμανουέλ Μακρόν για να κερδίσει, παρόλο που ο πληθυσμός των ΗΠΑ είναι μόλις πέντε φορές μεγαλύτερος.
Οι δαπάνες των Επιτροπών Πολιτικής Δράσης κατά τους δύο τελευταίους κύκλους έχουν εκτοξευθεί, από 847 εκατ. δολ. στις εκλογές του 2012 σε 5,7 δισ. δολ. που συγκεντρώθηκαν από 2.966 ομάδες μέχρι στιγμής σε αυτές τις εκλογές, σύμφωνα με το Open Secrets.
Ίσως, όμως το σημαντικότερο εύρημα της έρευνας του Open Secrets, που ενισχύει το επιχείρημα ότι οι ΗΠΑ δεν είναι και τόσο δημοκρατική χώρα είναι η ότι πολιτική στάση των υποψηφίων σταματάει να ευθυγραμμίζεται και τόσο με έναν χορηγό τους μόνο όταν αυτός… πεθάνει.