Μια πιο θετική προσέγγιση απέναντι στην Τουρκία υιοθετούν σταδιακά οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, χαιρετίζοντας την στροφή της Άγκυρας σε μια νέα, περισσότερο ορθόδοξη οικονομική πολιτική.
Μετά τις εκλογές του Μαΐου, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προχώρησε σε μια άρδην αλλαγή της εθνικής στρατηγικής, με στόχο την αναχαίτιση του επίμονου πληθωρισμού και την στήριξη του εγχώριου νομίσματος.
Από τις πρώτες κινήσεις ήταν η αναβάθμιση του οικονομικού επιτελείου με την προσθήκη έμπειρων τραπεζικών της Wall Street, αλλά και η διπλή αύξηση στα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας, τα οποία πλέον ανέρχονται στο 17,5% από 8,5% προηγουμένως.
Από τον Ιούνιο έως και σήμερα, το spread στις αποδόσεις των τουρκικών ομολόγων έναντι των αμερικανικών έχει υποχωρήσει μόλις στις 367 μονάδες βάσης -το χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές του 2020.
Επαρκούν όλα αυτά, όμως,, προκειμένου οι οίκοι αξιολόγησης να αναβαθμίσουν την πιστοληπτική ικανότητα της γειτονικής χώρας; Μάλλον… όχι, όπως φαίνεται από τα σχόλιά τους.
«Τα βασικά ερωτήματα παραμένουν: Πόσο χρόνο θα δώσει ο πρόεδρος Ερντογάν στη νέα οικονομική ομάδα για να επανεκκινήσει την οικονομία» διερωτάται ο Φρανγκ Γκιλ της S&P Global Ratings.
Για τον ίδιο, η αναθέρμανση του επενδυτικού κλίματος και οι αλλαγές στην ηγεσία είναι ενθαρρυντικές. Όμως, όπως σπεύδει να επισημάνει, υπάρχει ακόμη αρκετή αβεβαιότητα.
Ο S&P, μέσα στο 2022, έσπευσε να υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας σε «Β», δηλαδή στην κατηγορία «σκουπίδια».
Τον προηγούμενο μήνα, δε, ο οίκος Fitch τοποθέτησε τη γειτονική χώρα -επίσης- στο «Β», δηλαδή πέντε «σκαλιά» κάτω της επενδυτικής βαθμίδας.
«Το ιστορικό της Τουρκίας σε αλλεπάλληλες αλλαγές πολιτικής, πρώιμες αποφάσεις νομισματικής χαλάρωσης και επαναλαμβανόμενες καρατομήσεις στην κεντρική τράπεζα, σημαίνει ότι απαιτείται χρόνος για να μειωθεί η αβεβαιότητα» εξηγούν ο Ερικ Αρίσπε και ο Πολ Γκάμπλε, αναλυτές της Fitch.
Από την πλευρά του, ο Τόμας Ζιλέτ της Scope Ratings θεωρεί ότι πράγματι η μετεκλογική μεταμόρφωση του Ερντογάν αποτελεί μια θετική εξέλιξη. Ωστόσο, είναι ακόμη αβέβαιο αν αυτή η ορθόδοξη πολιτική θα συνεχιστεί σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο.
Εν ολίγοις, φοβάται μήπως ο Τούρκος πρόεδρος επιστρέψει εκ νέου στις ανορθόδοξες πολιτικές, μειώνοντας τα επιτόκια και «καίγοντας» τα αποθέματα συναλλάγματος.
«Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις είναι η επιστροφή των προηγούμενων μέτρων» εξηγεί ο Ζιλέτ, ο οποίος προσθέτει ότι το βασικό στοίχημα για την Άγκυρα συνίσταται σε μια βιώσιμη νομισματική σύσφιγξη, η οποία θα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον πληθωρισμό και θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών.
Παρά τις δύο μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων –σωρευτική άνοδο 900 μονάδων βάσης– τα πραγματικά επιτόκια παραμένουν κάτω του 0%, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός «τρέχει» σε πολύ υψηλά επίπεδα. Μάλιστα, η κεντρική τράπεζα θεωρεί ότι θα φθάσει έως το 58% στα τέλη του 2023.
Για τη Moody’s, η οποία αξιολογεί την Τουρκία με «B3», η σταδιακή σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής έχει αρνητικό αντίκτυπο στην σταθερότητα της λίρας. Αποτέλεσμα είναι να ζητά ακόμη πιο επιθετικές κινήσεις.
«Η κεντρική τράπεζα γνωρίζει ότι ο σταδιακός ρυθμός δεν πρόκειται να επαναφέρει άμεσα τον πληθωρισμό σε χαμηλά επίπεδα. Αυτό αυξάνει τον κίνδυνο οι καταθέτες να επιστρέψουν στο δολάριο ή τον χρυσό» προειδοποιεί, χαρακτηριστικά.